βου-
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Etymon-lemma
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Βοῦς· διὰ τὸ βίαιον τῆς δυνάμεως
βούλομαι + ἅπτειν
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
βοῦς + λιμός
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Βουβών, ἐπὶ τοῦ συμβαίνοντος οἰδήματος, παρὰ τὸ ἄγαν βαίνει<ν> εἰς ὕψος· βῶ οὖν βῶν, καὶ ἐπιτατικοῦ μορίου τοῦ βοῦ βουβὼν, ὡς βούπαις, βουγάϊος, βούλιμος
βραχύς
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Etymon-lemma
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Βραχίων (Soran. fr. 28 Scheele)· εἴρηται, ὅτι βραχύτερός ἐστι τοῦ λοιποῦ μέρους τῶν χειρῶν
βραχύς + κίω
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Βραχίων <Ps. 9, 36>· παρὰ τὸ βραχύς καὶ τὸ κίω ῥῆμα· ὁ βραχύτερος τῶν λοιπῶν μερῶν τοῦ σώματος
βραχύς + κίων
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Βραχίονες, οἷον βραχυκίονες· βραχύτεραι γὰρ τοῦ λοιποῦ μέρους τῶν χειρῶν τοῦ πήχεως
βραχύς + χέω
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Βροχή· διὰ τὸ βραχέως θεῖσθαι καὶ χέεσθαι
βρέχω
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Etymon-lemma
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Βρέφος : παρὰ τὸ εἰς φῶς βεβηκέναι· ἢ παρὰ τὸ φέρβω, τὸ τρέφω, φέρβος, καὶ τροπῇ τοῦ φ εἰς β καὶ ‹τοῦ β εἰς φ καὶ› ἐν ὑπερβιβασμῷ τοῦ ρ βρέφος· ‹ἢ παρὰ τὸ βρέχω βρέχος καὶ τροπῇ τοῦ χ εἰς φ βρέφος›, τὸ ἐν κοιλίᾳ τῆς μητρὸς αὐτοῦ βεβρεγμένον ὄν· ἢ παρὰ τὸ τρέφω τρέφος, καὶ τροπῇ τοῦ τ εἰς β βρέφος
βύω
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Etymon-lemma
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Βιβλίον· παρὰ τὸ βύω, τὸ ἀσφαλίζω, ἢ παρὰ τὸ τοὺς βίους βάλλεσθαι ἐν αὐτῷ.
γάμος
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Etymon-lemma
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Δάμαρ· ἡ γαμετή· παρὰ τὸ γάμον, γάμαρ καὶ δάμαρ
γεηρός
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Etymon-lemma
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
οἱ δὲ γέροντες ὅτι μέν εἰσιν ἐνδεεῖς ἰκμάδος οἰκείας, τοὔνομά μοι δοκεῖ φράζειν πρῶτον· οὐ γὰρ ὡς ῥέοντες εἰς γῆν, ἀλλ᾽ ὡς γεώδεις καὶ γεηροί τινες ἤδη γινόμενοι τὴν ἕξιν οὕτω προσαγορεύονται.
γείνομαι
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Etymon-lemma
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Γείτ⟦ων· διὰ⟧ τῆς ει ⟦διφθόγγου⟧· λ⟦έγει δὲ⟧ ὁ Δίδυμος <p. 402, 7 Schmidt>, ⟦ὅτι ὥσπερ ἀπὸ⟧ τοῦ τεύχω γίνεται τέκτων, οὕτω ⟦καὶ ἀπὸ⟧ τοῦ γείνω τοῦ σημαίνοντος τὸ πλη⟦σιάζω⟧, ὅπερ γράφεται διὰ τῆς ει, γίνεται γείτων. ⟦Ἀ⟧λεξίων μέν<τοι>, ὅτι ἀπὸ τοῦ γέα τοῦ διὰ τοῦ ε γεγραμμένου, γίνεται γεΐτων καὶ κράσει γείτων.
γείνομαι
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Etymon-lemma
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Γυνὴ· παρὰ γὰρ τὸ γείνω, ὃ δηλοῖ τὸ τίκτω, γονὴ, καὶ τροπῇ τοῦ ο εἰς υ Αἰολικῇ, ὡς ὅμοιον ὔμμιον, γονὴ γυνή.
γεννάω
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Etymon-lemma
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Γένυς. οἷον †κέρυς τὶς οὖσα, ὅτι κένος τὸ κατ’ αὐ τὸν μέρος ὀστέων. οἱ δὲ, ὅτι γεννᾷ ὀδόντας καὶ τρίχας
γεννάω
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Etymon-lemma
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
<Γάμος> ... ἢ διὰ τὸ γεννᾶν
γένος
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Etymon-lemma
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
γένυς δὲ λέγεται ἐκ τοῦ τὰ γένη διαχωρίζειν τῶν ἀῤῥένων καὶ τῶν θηλειῶν, καὶ τελείων καὶ ἀτελῶν· ἢ ὅτι γεννᾶ ὀδόντας καὶ τρίχας
γένος
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Etymon-lemma
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Γένειον, τὸ μέσον καὶ ἐξέχον τῆς κάτω γένυος. ἀπὸ τοῦ δι’ αὐτοῦ τὰ γένη διαστέλλεσθαι τῶν ἀῤῥένων καὶ τῶν θηλυκῶν, καὶ ἀτελῶν καὶ τελείων ἡλικιῶν. οὕτω Σωρανός.
γεραιός
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Etymon-lemma
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Γραῖα: Παρὰ τὸ ῥαίω, τὸ φθείρω, ἡ ὑπὸ χρόνου διεφθαρμένη. Ἢ παρὰ τὸ γεραιὸς, γεραιά· καὶ ἐν συγκοπῇ, γραῖα
γέρας
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Etymon-lemma
Transliteration (Etymon)
Source
Ref.
Ed.
Quotation
γέρον: κλητικὴ διὰ τοῦ ο. | γέγονε δὲ παρὰ τὸ εἴρω, ὃ σημαίνει τὸ λέγω· γίνεται ἐξ αὐτοῦ ἔρων καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ γέρων, ὡς ῥέα, γρέα. καὶ ὁ ποιητής· ‘ἀλλ’ ἀγορηταὶ | ἐσθλοί’ (Γ 150–51). ἢ παρὰ τὸ γέρας, τὸ σημαῖνον τὴν τιμήν· τιμῶμεν γὰρ τοὺς γέροντας. ἢ παρὰ τὸ εἰς γῆν ὁρᾶν, διὰ τὸ κεκυφέναι. ἢ παρὰ τὸ εἰς γῆν ἔρ<χ>εσθαι. ἢ παρὰ τὸ ῥέω, τὸ φθείρω· οὐδὲν γὰρ ἰσχνότερον γήρως
γέρας
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Etymon-lemma
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
ἵνα […] εὐβουλίαν καὶ σταθερότητα ψυχῆς ἰδόντες τὸ γέρως ἀδελφὸν καὶ παρώνυμον καλὸν γῆρας ἐπιφημίσωμέν τε καὶ μαρτυρήσωμεν