κάρα

Validation

No

Last modification

Mon, 10/31/2022 - 13:00

Word-form

καρπός

Transliteration (Word)

karpos

Transliteration (Etymon)

kara

Author

Etym. Gudianum

Century

11 AD

Source

Idem

Ref.

Etym. Gudianum, kappa, p. 300

Ed.

F.W. Sturz, Etymologicum Graecae linguae Gudianum et alia grammaticorum scripta e codicibus manuscriptis nunc primum edita, Leipzig: Weigel, 1818

Quotation

Καρπὸς, παρὰ τὸ φυῆναι αὐτὸν ἐκ τῆς κάρας, καὶ τοῦ ὀποῦ τοῦ δένδρου. τὸ γὰρ ἄκρον τοῦ σώματος ἡ κεφαλή. καὶ ἡ τοῦ δένδρου κεφαλὴ τὸ ἄκρον ἐστι καρπὸς τὸ καίριον παντὸς πράγματος, ἢ ὁ τοῦ καιροῦ παντὸς ἴδιος καρπός

κείρω

Validation

No

Word-form

καρπός

Transliteration (Word)

karpos

Transliteration (Etymon)

keirō

Author

Etym. Magnum

Century

12 AD

Source

Idem

Ref.

Etym. Magnum, Kallierges, p. 492

Ed.

T. Gaisford, Etymologicum Magnum, Oxford, 1848

Quotation

Καρπός: Παρὰ τὸ κάρφος, ὃ σημαίνει τὸν ξηρὸν, γίνεται καρφὸς, καὶ καρπὸς, παρὰ τὸ κεκάρφθαι, ὃ ἐστὶν ἐξηράνθαι. Ἢ παρὰ τὴν ἅρπην, τουτέστιν ὁ τῇ δρεπάνῃ συναγόμενος. Ἢ ἀπὸ τοῦ κείρω, τὸ κόπτω, ὁ παρακείμενος, κέκαρκα· ὁ παθητικὸς, κέκαρμαι· ἐξ αὐτοῦ καρπὸς, ὁ κοπτόμενος καὶ προσφερόμενος εἰς βρῶσιν. Πρὸς ἀντιδιαστολὴν δὲ ἐβαρύνθη τὸ Κάρπος κύριον ὄνομα. Σημαίνει δὲ δύο· κυρίως γὰρ καρπὸς λέγεται, ὁ πρὸς ἄμητον ἡτοιμασμένος ἄσταχυς· οὗτος γὰρ ἡνίκα λευκανθῇ καὶ ξηρανθῇ, ἕτοιμός ἐστι πρὸς θερισμόν. Σημαίνει καὶ τὸ κοῖλον τῆς χειρὸς, ὡς τὸ, ‘κύσε χεῖρ’ ἐπὶ καρπῷ’. Ἔνθεν καὶ ὁ τῆς χειρὸς ξηρὸς τόπος καὶ ἄσαρκος καρπὸς λέγεται

ἅρπη

Validation

Yes

Last modification

Thu, 07/14/2022 - 01:01

Word-form

καρπός

Transliteration (Word)

karpos

Transliteration (Etymon)

harpē

Author

Etym. Magnum

Century

12 AD

Source

Idem

Ref.

Etym. Magnum, Kallierges, p. 492

Ed.

T. Gaisford, Etymologicum Magnum, Oxford, 1848

Quotation

Καρπός: Παρὰ τὸ κάρφος, ὃ σημαίνει τὸν ξηρὸν, γίνεται καρφὸς, καὶ καρπὸς, παρὰ τὸ κεκάρφθαι, ὃ ἐστὶν ἐξηράνθαι. Ἢ παρὰ τὴν ἅρπην, τουτέστιν ὁ τῇ δρεπάνῃ συναγόμενος. Ἢ ἀπὸ τοῦ κείρω, τὸ κόπτω, ὁ παρακείμενος, κέκαρκα· ὁ παθητικὸς, κέκαρμαι· ἐξ αὐτοῦ καρπὸς, ὁ κοπτόμενος καὶ προσφερόμενος εἰς βρῶσιν. Πρὸς ἀντιδιαστολὴν δὲ ἐβαρύνθη τὸ Κάρπος κύριον ὄνομα. Σημαίνει δὲ δύο· κυρίως γὰρ καρπὸς λέγεται, ὁ πρὸς ἄμητον ἡτοιμασμένος ἄσταχυς· οὗτος γὰρ ἡνίκα λευκανθῇ καὶ ξηρανθῇ, ἕτοιμός ἐστι πρὸς θερισμόν. Σημαίνει καὶ τὸ κοῖλον τῆς χειρὸς, ὡς τὸ, ‘κύσε χεῖρ’ ἐπὶ καρπῷ’. Ἔνθεν καὶ ὁ τῆς χειρὸς ξηρὸς τόπος καὶ ἄσαρκος καρπὸς λέγεται.

κάρφω

Validation

No

Word-form

καρπός

Transliteration (Word)

karpos

Transliteration (Etymon)

karphō

Author

Orion

Century

5 AD

Source

Idem

Ref.

Etymologicum, kappa, p. 79

Ed.

F. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig, Weigel, 1820

Quotation

Καρπός. ἀπὸ τοῦ κεκάρφθαι τὸ ἐξηράνθαι καρπὸς λέγεται· καρφός τις ὤν

καίριος

Validation

No

Word-form

καρπός

Transliteration (Word)

karpos

Transliteration (Etymon)

kairios

Author

Orion

Century

5 AD

Source

Idem

Ref.

Etymologicum (Excerpta e cod. Vat. gr. 1456) 113

Ed.

A.M. Micciarelli Collesi, "Nuovi `excerpta' dall' Etimologico' di Orione," Byzantion 40 (1970): 521-542

Quotation

Καρπός: τὸ καίριον παντὸς πράγματος. ἢ <ὁ> καιροῦ παντὸς ἴδιος καρπός