ἀ- + φόνος
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
ἄποινα: οἱονεὶ ἀφοινά τινα ὄντα, τὰ ὑπὲρ φόνου κυρίως διδόμενα λύτρα, παρὰ τὸ φῶ, τὸ φονεύω, ἄφονος, ἄφοινα καὶ ἄποινα
Translation (En)
Apoina "ransom": *aphoina, as it were, in the proper meaning, the blood money given for a murder. From *phô "to kill", *aphonos, *aphoina and apoina
Parallels
D Scholia Il. 1.13 Van Thiel (ἄποινα: δῶρα, λύτρα, ἄφοινά τινα ὄντα, τὰ ἕνεκεν φόνου διδόμενα); Epimerismi homerici Il. 1. 13d2 (ἄποινα: οἱ μὲν ἐκ τοῦ φόνος ἄφονος; πλεονασμῷ ἄφοινος καὶ ἄποινος. οἱ δὲ ἐκ τοῦ ποινή, ἡ τιμωρία, γίνεται ἄποινος. ἢ ἐκ τοῦ φονή, ὃ σημαίνει τὸν τόπον τῶν ἀναιρουμένων·); Etym. Genuinum, alpha 1050 (Ἄποινα· τὰ ὑπὲρ φόνου διδόμενα· λύτρα· ἔστιν οὖν φόνος καὶ κατὰ στέρησιν ἄφονος, καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ι ἄφοινος, καὶ τὸ οὐδέτερον τὸ ἄφοινον καὶ ἄποινον, τουτέστιν τὰ ὑπεξαιρούμενα τοῦ φονικοῦ ἐγκλήματος); Etym. Magnum, Kallierges, p. 132 (idem); Etym. Gudianum, alpha, p. 170 (Ἄποινα <Β 230>· οἱ μέν, ἐκ τοῦ φόνος ἄφονος καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι ἄφοινος <ἄποινος καὶ ἄποινα>, ἄφοινά τινα ὄντα τὰ ὑπεξαιροῦντα τοῦ φονικοῦ· οἱ δέ, ἐκ τοῦ ποινή, ἡ τιμωρία, γίνεται ἄποινος, ἢ ἐκ τοῦ φονή, ὃ σημαίνει τὸν τόπον τῶν ἀναιρουμένων); Eustathius, Comm. Il. 1, 39-40 Van der Valk (τὰ δ’ αὐτὰ καὶ ἄποινα, ὡς ἄν τις εἴποι ἄφοινα, δι’ ὧν τις φόνου λύεται); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 148 (φόνος καὶ κατὰ στέρησιν ἄφονος, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι ἄφοινος καὶ τὸ οὐδέτερον τὸ ἄφοινον, καὶ <τροπῇ τοῦ φ εἰς π> ἄποινον, τουτέστι τὰ ὑπεξαιρούμενα τοῦ φονικοῦ ἐγκλήματος. ἢ ἐκ τοῦ ποινή γίνεται ἄποινος); Tzetzes, Exegesis in Homeri Iliadem 1.13 (ἄποινα δὲ λέγονται ἄφοινά τινα ὄντα, τὰ λυτρούμενα φόνον, καὶ ἄποινα, κατὰ τροπὴν τοῦ δασέος εἰς ψιλόν); Ps.-Zonaras, Lexicon, alpha, p. 252 (Ἄποινα. τὰ δῶρα καὶ τὰ λύτρα τὰ ὑπὲρ φόνου διδόμενα. ἔστιν οὖν φόνος, καὶ κατὰ στέρησιν ἄφονος, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι ἄφοινος, καὶ τὸ οὐδέτερον ἄφοινον καὶ ἄποινον, τουτέστι τὰ ὑπεξαιρούμενα τοῦ φονικοῦ ἐγκλήματος. [ἢ ἐκ τοῦ ποινὴ, ἡ τιμωρία, γίνεται ἄποινος καὶ ἄποινον]); Geneva scholion Il. 1.13ter ([ἄποινα] ἄφοινά τινα ὄντα, τὰ ἕνεκεν φόνου διδόμενα); ibid., 1.13quat. (ἄποινα γίνεται ἐκ τοῦ ποινή, τοῦτο ἐκ τοῦ φόνος); ibid., 1.23 (ἄποινα δὲ τὰ ἐπὶ λύτρῳ φόνου διδόμενα, ἄφοινά τινα ὄντα)
Bibliography
On the meaning and etymology of ἄποινα, see C. Le Feuvre, “Νήποινος, νηποινεί, ἀνάποινος, ἄποινα, and ποινή”, Glotta 97, 2021, pp. 107–157. The meaning "ransom" in Homer is secondary, the original meaning is "blood money", and the word is a compound of ποινή
Comment
Compositional etymology parsing ἄποινα as a privative compound of φόνος "murder" (see ἀ- + φονή), literally "murder-free", and implying several formal manipulations: change of the [ph] into [o], adjunction of an [I]. The blood money is literally that which liberates from murder. This relies on a meaning of ἄποινα which is unknown in Homer, where the word almost always means "ransom" for a captive, but the meaning "blood money" is found in tragedy