βάλλω

Validation

Yes

Last modification

Sat, 06/05/2021 - 15:13

Word-form

ἀβέλτερος

Transliteration (Word)

belteros

English translation (word)

better

Transliteration (Etymon)

ballō

English translation (etymon)

to throw

Author

Porphyrius

Century

3 AD

Source

Eustathius

Ref.

Commentarii ad Homeri Odysseam 1, 101

Ed.

G. Stallbaum, Eustathii archiepiscopi Thessalonicensis commentarii ad Homeri Odysseam, 2 vols. in 1, Leipzig: Weigel, 1:1825; 2:1826

Quotation

ἐπήβολος, ἐπιτυχής. ἐγκρατής. ἀπὸ τῆς βουλῆς ἢ βολῆς καὶ τοῦ βάλλειν. Πορφύριος δὲ μάλιστα τὴν ἐτυμότητα παρέδειξε τοῦ τοιούτου ὀνόματος. δοκεῖ δὲ ἀπὸ τοῦ ἐπιτυχῶς βάλλειν, οὐ μόνον ὁ ἐπήβολος παρῆχθαι, ἀλλὰ καὶ ὁ βελτίων, ἔτι δὲ καὶ ἀβέλτερος ὁ ἀνόητος φασὶ καὶ εὐήθης μετὰ χαυνότητος

Translation (En)

Epēbolos "reaching the target", "powerful". From boulē "will", or bolē "throw", and ballein "to throw". Porphyrius has shown very clearly the correctness of this noun. He thinks that are derived from "to hit the target" not only epēbolos but also beltiōn "better", and also abelteros "insane" and "naive" because of his pride.

Comment

The etymology is given here for the privative compound but of course is valid for the simple βέλτερος. See βελτίων / βάλλω

Parallels

Orion, Etymologicum, beta, p. 36 (Βέλτερος, οὐκ ἀπὸ τοῦ βάλλω, ἀλλ’ ἴσως ἀπὸ τοῦ βέλλω· ὅθεν βέλος καὶ βολὴ, ὡς τρέπω τροπὴ, ὄνομα ῥηματικόν· ἑτέρῳ τύπῳ τῶν εἰς ων, βελτίων, καὶ ὑπερθετικὸν βέλτιστος "not from βάλλω, but maybe from βέλλω, from which come βέλος "projectile" and βολὴ "throw", as τρέπω "to turn", τροπὴ "turn", deverbal noun. With the other type <of comparative> in -ōn, βελτίων "better", and the superlative βέλτιστος); Michael Syncellus, Περι τοῦ λόγου συντάξεως, l. 165–171 (καὶ τὸ φέρτερος καὶ τὸ βέλτερος, εἰ καὶ κυρίως μὲν ἐπὶ τοῦ μᾶλλον φέρειν καὶ μᾶλλον βάλλειν δυναμένου λέγεται, ἀλλὰ μεταφορικῶς καὶ καταχρηστικῶς λέγεται κοινότερον ἐπὶ τοῦ ἡντιναοῦν ὑπεροχὴν πρός τινα ἔχοντος […] Γίνεται δὲ ἀπὸ ῥημάτων συγκριτικά, ὡς ἀπὸ τοῦ φέρω καὶ βάλλω, φέρτερος καὶ βέλτερος) Etym. Genuinum, beta 90 (Βέλτερος· οὐ παρὰ τὸ βάλλω γέγονεν, ἐπεὶ βάλλος ὤφειλεν εἶναι, ὥσπερ θάλλω θάλλος, ἀλλὰ παρὰ τὸ βέλλω, ὅθεν καὶ βολή καὶ βέλος, γίνεται ῥηματικὸν ὄνομα βέλτος καὶ τὸ συγκριτικὸν βέλτερος, οἷον Ο 511· ‘βέλτερον ἀπολέσθαι ἕνα χρόνον ἠὲ βιῶναι’. καὶ οὕτως μὲν ὁ Ὠρίων ἐτυμολογεῖ); Etym. Magnum, Kallierges, p. 195 (idem); Etym. Gudianum, alpha, p. 2 ([ἀ]βέλτερος ἀπὸ τοῦ βάλλω τύπῳ συγκριτικῷ· ὥσπερ γὰρ παρὰ τὸ φέρω φέρτερος, οὕτως καὶ παρὰ τὸ βάλλω βέλτερος); Etym. Magnum, Kallierges, p. 3 (Ἀβέλτερος: Ἀνόητος, ὁ τὸ βέλτιον μὴ γινώσκων. Γίνεται δὲ ἐκ τοῦ βέλτερος· καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ ἄλφα, ἀβέλτερος. Τὸ δὲ βέλτερος, ἀπὸ τοῦ βάλλω, τύπου συγκριτικοῦ, οὐχὶ δὲ συγκριτικόν. Ὥσπερ γὰρ παρὰ τὸ φέρω φέρτερος, οὕτω παρὰ τὸ βάλλω βέλτερος); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 10 (ἀβέλτερος· ἀνόητος, ὁ τὸ βέλτιον μὴ γινώσκων· <γίνεται δὲ> ἐκ τοῦ βέλτερος, καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀβέλτερος. καὶ τὸ θηλυκὸν ἀβελτερία καὶ ἀβελτηρία. τὸ βέλτερος ἀπὸ τοῦ βάλλω τύπου συγκριτικοῦ, οὐχὶ δὲ συγκριτικόν· ὥσπερ γὰρ παρὰ τὸ φέρω φέρτερος, οὕτω παρὰ τὸ βάλλω βέλτερος); Ps.-Zonaras, Lexicon, alpha, p. 4 (Ἀβέλτερος. ἀνόητος, ὁ τὸ βελτίον μὴ γινώσκων. τοῦτο παρὰ τὸ βέλτερος. ὥσπερ γὰρ παρὰ τὸ φέρω, φέρτερος, οὕτω παρὰ τὸ βάλλω, βέλτερος, καὶ στερήσει τοῦ α, ἀβέλτερος); ibid., beta, p. 382 (Βέλτερος. ὁ καλλίων, ὁ κρείσσων. παρὰ τὸ βέλλω, ὅθεν καὶ βουλὴ καὶ βέλος, γίνεται ῥῆμα [βελὸς, καὶ τὸ συγκριτικὸν βέλτερος); Commentaria in Dionysii Thracis Artem grammaticam, scholia Marciana, p. 372 (Παράγονται δὲ τὰ συγκριτικὰ ἀπὸ ὀνομάτων, οἷον ὀξύς ὀξύτερος, καὶ ἀπὸ ῥημάτων, βάλλω βέλτερος, καὶ ἀπὸ μετοχῆς, ἄσμενος ἀσμενέστερος, καὶ ἀπὸ προθέσεως, πρό πρότερος, καὶ ἀπὸ ἐπιρρήματος, ἄνω ἀνώτερος· ἀπὸ <δὲ> ἄρθρου οὐ παράγονται, οὐδὲ ἀπὸ ἀντωνυμιῶν, οὐδὲ ἀπὸ συνδέσμων); Commentaria in Dionysii Thracis Artem grammaticam, scholia Londiniensia, p. 534 (καὶ τὸ φέρτερος καὶ βέλτερος, εἰ καὶ κυρίως μὲν ἐπὶ τοῦ μᾶλλον φέρειν καὶ μᾶλλον βάλλειν δυναμένου εἴρηται, ἀλλὰ καταχρηστικῶς λέγεται κοινότερον ἐπὶ τοῦ ἡντιναοῦν ὑπεροχὴν πρός τινα ἔχοντος); Lexicon αἱμωδεῖν, alpha 115 (τὸ βέλτερος ἀπὸ τοῦ βάλλω, τύπου συγκριτικοῦ, οὐχὶ δὲ συγκριτικόν· ὥσπερ γὰρ παρὰ τὸ φέρω φέρτερος, οὕτως καὶ παρὰ τὸ βάλλω βέλτερος); Tzetzes, Exegesis in Homeri Iliadem 1.186, schol. 79 (βέλτερον, ἀπὸ τοῦ βάλλειν εὐστόχως δυναμένων τοξοτῶν· καὶ ἕτερα ἀφ’ ἑτέρων); Scholia in Aristophanem (scholia recentiora Tzetzae), Plut. 3c (βέλτιστα” ἀντὶ τοῦ “λέξῃ”, ἢ “ἐὰν γὰρ λέξας τὰ βέλτιστα τύχῃ” ἤγουν “τυχαίως”. “βέλτιστος” παρὰ τὸ βέλλω, ὅθεν καὶ βολὴ καὶ βέλος γίνεται· ῥηματικὸν ὄνομα τὸ “βελτός”, καὶ τὸ συγκριτικὸν “βέλτερος”); ibid., Ran. 989a (βέλτερος ὁ εὔστοχος καὶ εὔσκοπος, ἀπὸ τοῦ “βάλλω”· ἀβέλτερος δὲ ὁ μωρὸς καὶ ἄσκοπος καὶ ἄστοχος)

Modern etymology

Derived from the stem βελ- of βελτίων. Cf. Cretan. δέλτον· ἀγαθόν (Hsch.), which would imply an initial labiovelar?

Persistence in Modern Greek

Βέλτερος no longer exists in MG

Entry By

Le Feuvre