ἐτεός

Validation

No

Last modification

Fri, 12/27/2024 - 18:55

Word-form

ἐξετάζω

Transliteration (Word)

etazō

English translation (word)

to examine

Transliteration (Etymon)

eteos

English translation (etymon)

true

Author

Herodian

Century

2 AD

Reference

Peri pathôn, Lentz II/2, p. 243

Edition

A. Lentz, Grammatici graeci, vol. III/2, Leipzig, 1870

Source

Choeroboscus

Ref.

Epimerismi in Psalmos, p. 120

Ed.

T. Gaisford, Georgii Choerobosci epimerismi in Psalmos, vol. 3, Oxford, 1842

Quotation

(Choeroboscus) ἐτάζω. παρὰ τὸ ἐτεὸν, ὃ σημαίνει τὸ ἀληθὲς, ὁ γὰρ ἐτάζων τὸ ἀληθὲς εὑρίσκει.

(Lentz) ἐτάζω: ὥσπερ παρὰ τὸ μάταιον γίνεται ματαιάζω, οὕτω καὶ παρὰ τὸ ἐτεόν τὸ ἀληθές γίνεται ἐτεάζω τὸ τὴν ἀλήθειαν ἐρευνῶ καὶ ἀποβολῇ τοῦ ε ἐτάζω καὶ ἐξετάζω

Translation (En)

etazō "to examine". From eteon, which means "true", for the one who examines finds the truth

Comment

Correct derivational etymology

Parallels

Orion, Etymologicum, epsilon, p. 55 (Ἐξετάζω. παρὰ τὸ ἐτεὸν τὸ ἀληθὲς ἐτάζω ἐστίν. ὡς ἵππος ἱππάζω· μάταιον ματαιάζω· ἐτεάζω οὖν, τὴν ἀλήθειαν ἀνακρίνω, καὶ ἀποβολῇ τοῦ ε, ἐτάζω καὶ ἐξετάζω); Etym. Gudianum, epsilon, p. 486 (Ἐξετάζω· παρὰ τὸ ἐτεόν, ὃ σημαίνει τὸ ἀληθές, ἐτεάζω καὶ ἐτάζω καὶ ἐξετάζω, τουτέστι τὸ κατὰ ἀλήθειαν ἀνακρίνω); ibid., p. 545 (Ἐπιμερισμῶν τοῦ Ψαλτηρίου Ἐτάζω <Ps. 10, 4?>· σημαίνει τὴν ἀλήθειαν ἀνακρίνω· γέγονε δὲ παρὰ τὸ ἐτεόν, ὃ σημαίνει τὸ ἀληθές, ὥσπερ παρὰ τὸ ἵππος ἱππάζω, ἐτεόν ἐτεάζω καὶ ἀφαιρέσει τοῦ ε ἐτάζω, ἐξ οὗ καὶ τὸ ἐξετάζω τὸ τὴν ἀλήθειαν ἀνακρίνω); Etym. Magnum, Kallierges, p. 386 (Ἐτάζω: Ὥσπερ παρὰ τὸ μάταιον γίνεται ματαιάζω, οὕτω καὶ παρὰ τὸ ἐτεὸν, τὸ ἀληθὲς, γίνεται ἐτεάζω, τὸ τὴν ἀλήθειαν ἐρευνῶ καὶ ἐμφαίνω· καὶ ἀποβολῇ τοῦ ε, ἐτάζω, καὶ ἐξετάζω); Etym. Symeonis, epsilon 509 (Ἐξετάζω· ὥσπερ παρὰ τὸ μάταιον γίνεται ματαιάζω, οὕτως καὶ παρὰ τὸ ἐτεόν, τὸ ἀληθές, ἐτεάζω· τὸ τὴν ἀλήθειαν ἐρευνῶ, καὶ ἐμφαίνω, καὶ ἀποβολῇ τοῦ ε ἐτάζω); Ps.-Zonaras, Lexicon, epsilon, p. 775 (Ἐξετάζων. ὥσπερ παρὰ τὸ μάταιον γίνεται ματαιάζω, οὕτω καὶ παρὰ τὸ ἐτεὸν, τὸ ἀληθὲς, ἐτεάζω, τὸ τὴν ἀλήθειαν ἐρευνῶ καὶ ἐμφαίνω. καὶ ἀποβολῇ τοῦ ε καὶ μετὰ τῆς ἐξ προθέσεως ἐξετάζω)

Modern etymology

Derived from ἐτός "true" (ἐτά· ἀληθῆ, ἀγαθά Hsch.), belonging with ἐτεός, ἔτυμος (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

MG still has εξετάζω as a learned word

Entry By

Le Feuvre