ἵππος + χάρμη
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
ἱππιοχάρμην ἤτοι χαίροντα ἵπποις ἢ ἐφ’ ἵππων μαχόμενον.
Translation (En)
Hippiokharmēn: either "rejoicing (khaironta) in horses (hippois)" or "fighting (makhomenon) from a chariot (hippōn)"
Parallels
D Schol. Il. 24.257 (Ἱππιοχάρμην. Ἤτοι ἀφ’ ἵππων μαχόμενον, ἢ ἵπποις χαίροντα); Geneva Schol. Il. 24.257 (idem); Hesychius, Lexicon, iota 808 (ἱππιοχάρμης· ὁ ἐφ’ ἵπποις χαίρων, ἢ μαχόμενος· χάρμη γὰρ ἡ μετὰ χαρᾶς μάχη); Eustathius, Comm. Od., vol. 1, p. 322 (Δῆλον δὲ ὡς ὁ ἀφ’ ἵππων μαρνάμενος ἱππιοχάρμης λέγεται, ὡς ἐφ’ ἵππων μαχόμενος, ἢ καὶ ὡς ἵπποις χαίρων); ibid., p. 410 (ἱππιοχάρμην, ἤγουν ὡς καὶ ἀλλαχοῦ ἐῤῥέθη, ἵπποις χαίροντα, ἢ ἐφ’ ἵππων ποιούμενον χάρμην, ὃ δηλοῖ τὴν μετὰ χαρᾶς μάχην); Etym. Magnum, Kallierges, p. 473 (Ἱππιοχάρμην: Τὸν χαίροντα τῇ ἱππικῇ. Ἡ ἱππόμαχον· χάρμην γὰρ τὴν μάχην φασίν); Ps.-Zonaras, Lexicon, iota, p. 1115 (Ἱππιοχάρμην. τὸν χαίροντα τὴν ἱππικὴν, ἢ ἱππόμαχον. χάρμη γὰρ ἡ μάχη); Schol. Aeschylum, Pers. 29 (recentiora) (ἱππιοχάρμης] ὁ διὰ τῶν ἵππων εἰς τὴν μάχην πορευόμενος); Schol. Od. 11.259 Dindorf (ἱππιοχάρμην] ἤτοι χαίροντα ἵπποις, ἢ ἐφ’ ἵππων μαχόμενον)
Comment
Apollonius provides two possible etymologies. The second one is an elliptic etymology, for the etymon of the second member of the compound, χάρμη "battle", is not explicit, but replaced by the verb μάχομαι, μάχη being a synonym of χάρμη