βόσκω

Word

Validation

No

Last modification

Sat, 09/16/2023 - 12:20

Word-form

βοή

Transliteration (Word)

boē

English translation (word)

loud cry

Transliteration (Etymon)

boskō

English translation (etymon)

to feed

Author

Epimerismi homerici

Century

9 AD

Source

idem

Ref.

Epimerismi homerici ordine alphabetico traditi, beta 8

Ed.

A. Dyck, Epimerismi Homerici: Pars altera. Lexicon αἱμωδεῖν. Berlin – New York, 1995

Quotation

βοή: ὄνομα προσηγορικόν· καὶ γίνεται παρὰ τὸ βέω βοή, ὥσπερ παρὰ τὸ χέω χοή. βέω δὲ σημαίνει τὸ βαίνω ἢ τὸ τρέφω· ἤτοι ἡ διὰ τῆς ἀρτηρίας βαίνουσα, ἢ ἡ ἀναπεμπομένη ἐκ τῶν τρεφομένων πνευμόνων

Translation (En)

Boē "loud cry": common noun. And it comes from beō, boē, as from kheō "to pour", khoē "pouring". And beō means "to walk" or "to feed". Thus its that which goes (bainousa) through the trachea, or the one sent forth from the swollen (trephomenōn) lungs

Comment

Derivational etymology starting from the monosyllabic verb *βῶ, assumed as the etymon of both βαίνω "to walk" and βόσκω "to feed". The etymology by "to feed" assumes that the lungs feed the cry and make it loud.

Parallels

Etym. Gudianum, beta, p. 275 (idem); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 456 Lasserre-Livadaras (idem); Choeroboscus, Epimerismi in Psalmos, p. 112 (Τὸ δὲ βοὴ ἐστὶν ὄνομα προσηγορικόν· καὶ γίνεται παρὰ τὸ βέω βοή, ὥσπερ παρὰ τὸ χέω χοή. ἢ παρὰ τὸ βῶ τὸ τρέφω, ἤτοι διὰ τῆς ἀρτηρίας ἀναβαίνουσα, ἡ ἀναπεμπομένη ἐκτρεφομένων πνευμόνων [erroneous copying of the Epimerismi homerici with hald of the explanation dropped]); Etym. Genuinum, beta 161 (Βοή· ἡ φωνή· παρὰ τὸ βέω, τὸ σημαῖνον τὸ βαίνω, ἡ διὰ τῆς ἀρτηρίας βαίνουσα, οἷον Ζ 113· ‘ὄφρ’ ἂν ἐγὼ βέω προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν’. ἢ παρὰ τὸ βέω, τὸ τρέφω, ἔνθεν τὸ Ω 131· ‘οὐ γάρ μοι † ἐπιδηρὸν βέῃ’, ἡ ἐκ τῶν τρεφομένων πνευμάτων ἀναπεμπομένη); Epimerismi homerici ordine alphabetico traditi, beta 31 (βοήν: ‘βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης’ (Β 563 alibi). […] ζέ{σ}ω ζοή, πνέω πνοή, χέω χοή. βέω, τὸ σημαῖνον τὸ βαίνω ἢ τὸ τρέφω, ‘οὐ γάρ μοι δηρὸν βέῃ’ (Ω 131), βοή. —ἤτοι <ἡ> διὰ τῆς ἀρτηρίας βαίνουσα ἢ ἀναπεμπομένη ἐκ τῶν τρεφομένων πνευμόνων); Etym. Magnum, Kallierges, p. 202 (Βοή: Ὄνομα προσηγορικόν. Παρὰ τὸ βέω, βοὴ, (ὡς χέω, χοὴ) τὸ σημαῖνον τὸ βαίνω· ἐξ οὗ πλεονασμῷ τοῦ ι, βείω· οἱονεὶ ἡ διὰ τῆς τραχείας ἀρτηρίας βαίνουσα καὶ ἐκπεμπομένη φωνή. Ἢ παρὰ τὸ βέω, τὸ τρέφω, ἡ ἐκ τῶν τρεφομένων πνευμάτων ἀποπεμπομένη); Ps.-Zonaras, Lexicon, beta, p. 399 (Βοή. ἡ φωνή. παρὰ τὸ βέω τὸ βαίνω, ἡ διὰ τῆς ἀρτηρίας βαίνουσα. [ἢ παρὰ τὸ βέω, τὸ τρέφω, ἡ ἐκ τῶν τρεφομένων πνευμάτων πεμπομένη])

Modern etymology

Probably a back-formation from βοάω, itself an intensive present. Etymology unclear. Onomatopoeic according to Beekes (EDG)

Persistence in Modern Greek

Yes

Entry By

Le Feuvre