βαίνω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
βοή: ὄνομα προσηγορικόν· καὶ γίνεται παρὰ τὸ βέω βοή, ὥσπερ παρὰ τὸ χέω χοή. βέω δὲ σημαίνει τὸ βαίνω ἢ τὸ τρέφω· ἤτοι ἡ διὰ τῆς ἀρτηρίας βαίνουσα, ἢ ἡ ἀναπεμπομένη ἐκ τῶν τρεφομένων πνευμόνων
Translation (En)
Boē "loud cry": common noun. And it comes from beō, boē, as from kheō "to pour", khoē "pouring". And beō means "to walk" or "to feed". Thus its that which goes (bainousa) through the trachea, or the one sent forth from the swollen lungs
Parallels
Etym. Gudianum, beta, p. 275 (idem); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 456 Lasserre-Livadaras (idem); Choeroboscus, Epimerismi in Psalmos, p. 112 (Τὸ δὲ βοὴ ἐστὶν ὄνομα προσηγορικόν· καὶ γίνεται παρὰ τὸ βέω βοή, ὥσπερ παρὰ τὸ χέω χοή. ἢ παρὰ τὸ βῶ τὸ τρέφω, ἤτοι διὰ τῆς ἀρτηρίας ἀναβαίνουσα, ἡ ἀναπεμπομένη ἐκτρεφομένων πνευμόνων [erroneous copying of the Epimerismi homerici with half of the explanation dropped]); Etym. Genuinum, beta 161 (Βοή· ἡ φωνή· παρὰ τὸ βέω, τὸ σημαῖνον τὸ βαίνω, ἡ διὰ τῆς ἀρτηρίας βαίνουσα, οἷον Ζ 113· ‘ὄφρ’ ἂν ἐγὼ βέω προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν’. ἢ παρὰ τὸ βέω, τὸ τρέφω, ἔνθεν τὸ Ω 131· ‘οὐ γάρ μοι † ἐπιδηρὸν βέῃ’, ἡ ἐκ τῶν τρεφομένων πνευμάτων ἀναπεμπομένη); Epimerismi homerici ordine alphabetico traditi, beta 31 (βοήν: ‘βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης’ (Β 563 alibi). […] ζέ{σ}ω ζοή, πνέω πνοή, χέω χοή. βέω, τὸ σημαῖνον τὸ βαίνω ἢ τὸ τρέφω, ‘οὐ γάρ μοι δηρὸν βέῃ’ (Ω 131), βοή. —ἤτοι <ἡ> διὰ τῆς ἀρτηρίας βαίνουσα ἢ ἀναπεμπομένη ἐκ τῶν τρεφομένων πνευμόνων); ibid., beta 7 (βοόωντα (Β 198): βοῶντα{ς} πλεονασμῷ τοῦ ο ποιητικῶς γίνεται βοόωντα. τὸ δὲ βοῶ ἐκ τοῦ βοή· […] καὶ ἔστιν ἐκ τοῦ βέω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι βείω· οἱονεὶ ἡ διὰ τῆς τραχείας ἀρτηρίας ἐκπεμπομένη φωνή); Etym. Gudianum, beta, p. 278 (τὸ δὲ βοῶ ἐκ τοῦ βοή. […] καὶ ἔστιν ἐκ τοῦ βέω, ἐξ οὗ καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ι βείω· οἱονεὶ ἡ διὰ τῆς τραχείας ἀρτηρίας ἐκπεμπομένη φωνή); Etym. Magnum, Kallierges, p. 202 (Βοή: Ὄνομα προσηγορικόν. Παρὰ τὸ βέω, βοὴ, (ὡς χέω, χοὴ) τὸ σημαῖνον τὸ βαίνω· ἐξ οὗ πλεονασμῷ τοῦ ι, βείω· οἱονεὶ ἡ διὰ τῆς τραχείας ἀρτηρίας βαίνουσα καὶ ἐκπεμπομένη φωνή. Ἢ παρὰ τὸ βέω, τὸ τρέφω, ἡ ἐκ τῶν τρεφομένων πνευμάτων ἀποπεμπομένη); Ps.-Zonaras, Lexicon, beta, p. 399 (Βοή. ἡ φωνή. παρὰ τὸ βέω τὸ βαίνω, ἡ διὰ τῆς ἀρτηρίας βαίνουσα. [ἢ παρὰ τὸ βέω, τὸ τρέφω, ἡ ἐκ τῶν τρεφομένων πνευμάτων πεμπομένη])
Comment
Derivational etymology, starting from a monosyllabic verb *βῶ, here under the form βέω. This monosyllabic verb is assumed as the base of both βαίνω "to walk" and βόσκω "to feed", hence the two semantic explanations provided. In the first etymology assuming the etymon is *βῶ/βαίνω, the verb must be understood with the general meaning "to go" rather than "to walk", and reference is made to the production of the cry, from the lungs to the mouth along the trachea.