ψάω

Validation

Yes

Last modification

Tue, 07/04/2023 - 22:01

Word-form

ψεδνός

Transliteration (Word)

psednos

English translation (word)

bare

Transliteration (Etymon)

psaō

English translation (etymon)

to wipe

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. 210

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2]. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, psi, p. 168

Ed.

F.W. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig, 1820

Quotation

Ψεδνός· παρὰ τὸ ψῶ, οὗ μέλλων ψήσω, ῥηματικὸν ὄνομα ψεδνός, ὁ μαδαρός· παρὰ τὸ ἀπεψῆσθαι. οὕτω Φιλόξενος.

Translation (En)

Psednos "scanty, bald": from *psō "to wipe", the future of which is *psēsō, and a verbal noun psednos, what is bald; from the act of wiping off [apepsēsthai]. That is what Philoxenus says.

Other translation(s)

Psednos "rare, chauve" : de *psō « essuyer », dont le futur est *psēsō, et une forme nominale déverbale psednos, ce qui est lisse ; à partir du fait d’essuyer [apepsēsthai]. Voilà ce qu’écrit Philoxène.

Comment

Derivational etymology relying on the alternation ε ~ η. From the monosyllabic verb ψῶ (< ψάω) one drives the future, which provides an η. This η can alternate in Greek with α since it is an α-verb, but in Philoxenus' etymology from a future with -ήσω one can derive forms with ε, as from an -έω verb. The interesting point here is the meaning: ψεδνός "bald" refers to the one whose hair has been polished off, and the important element from the semantic point of view is the preverb ἀπο- rather than the verb ψάω. That is, the meaning of the lemma results from an element of the gloss that is not in the etymon. See also ψιλός / ψάω

Parallels

Lexicon αἱμωδεῖν, psi 1 (ψεδνή (Β 219): ἐκ τοῦ ψῶ, τοῦ σημαίνοντος τὸ ἀπό τινος μείζονος οὐσίας εἰς ἐλάχιστον καὶ μικρὸν μέρος καθιστῶ· γίνεται ὁ μέλλων ψήσω, ῥηματικὸν ὄνομα ψηνός καὶ πλεονασμῷ τοῦ συμφώνου γίνεται ψεδνός); Etym. Gudianum, psi, p. 573 (Ψεδνὸς, μαδαρὸς, ἀρεόθριξ, παρὰ ἐψῆσθαι, ὅ ἐστιν ἀποβάλαι τὴν τρίχα); ibid., psi, p. 573 (Ψεδνὴ, ὀλίγη, καὶ Ὅμηρος, ψεδνὴ δ’ ἐπενήνοθε λάχνη· ἐκ τοῦ ψῶ τοῦ σημαίνοντος τὸ ἀπὸ τινὸς μείζονος οὐσίας, εἰς ἐλάχιστον καὶ μικρὸν μέρος καθιστάμενον, γίνεται ὁ μέλλων ψήσω, ῥηματικὸν ψηνὸς, καὶ πλεονασμῷ τοῦ συμφώνου γίνεται ψεδνός); Eustathius, Comm. Il. vol. 1, p. 316 (Ἔστι δὲ ψεδνὴ μὲν ἡ λεπτὴ ἀπὸ τοῦ ψῶ, τὸ λεπτύνω, ψεδανή, ὡς μηκεδανή, καὶ ἐν συγκοπῇ ψεδνή, ὡς «αἴγειρος μακεδνή»); ibid., vol. 3, p. 884 (ὥσπερ ἀπὸ ἑτέρου ὁμοίου τοῦ ψίχω ἡ ψὶξ καὶ ἀπὸ τοῦ ψέω ἡ ψεκάς, ἴσως δὲ καὶ ἡ ψεδνὴ θρίξ); Etym. Magnum, Kallierges, p. 818 (Ψεδνός: Ἀραιὸς, μαδαρός· σημαίνει δὲ τὸν φαλακρὸν καὶ ψιλὸν τὴν τρίχα· Ἰλιάδος βʹ, ψεδνὴ δ’ ἐπενήνοθε λάχνη· καὶ ψηνὸς, ὁ φαλακρὸς παρὰ Σιμωνίδῃ. Ἔστι ψῶ· σημαίνει δὲ ἀπό τινος μείζονος οὐσίας εἰς ἐλάχιστον καὶ μικρὸν μέρος καθιστῶ· οὗ ὁ μέλλων, ψήσω· ῥηματικὸν ὄνομα, ψηνός· καὶ ὁ πλεονασμὸς τοῦ συμφώνου τὴν φύσει μακρὰν μεταβάλλει εἰς θέσει, ὡς πένης πενιχρὸς, καὶ μῆκος μακρός. Ψεδνὸς οὖν παρὰ τὸ ἐψῆσθαι· ἢ παρὰ τὸ ψῶ, τὸ λεπτύνω, ἐξ οὗ καὶ ψέω, ψεδινὸς καὶ ψεδνός· ἐκ τούτου τοῦ ψῶ, καὶ ψωμὸς, μέρος τι τοῦ ἄρτου· ὁ γὰρ ἄρτος ὁλόκληρός ἐστι); Ps. Zonaras, Lexicon, psi, p. 1870 (Ψεδνός. μαδαρός. παρὰ τὸ ἑψῆσθαι)

Modern etymology

Unclear (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Eva Ferrer