μή + λῶ

Validation

No

Last modification

Wed, 04/05/2023 - 22:04

Word-form

μέλεον, μέλεος

Transliteration (Word)

meleos

English translation (word)

useless

Transliteration (Etymon)

mē + lō

English translation (etymon)

not + to wish

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. *147

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

[Etymologicum Genuinum AB]

Ref.

fr. *147

Ed.

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Quotation

Mέλεον· ... παρὰ τὸ λῶ, τὸ θέλω, Ἰωνικῶς ἠλεὸς καὶ μήλεος, ὃν μὴ θέλομεν· οὐδεὶς γὰρ θέλει τὸν μάταιον. εἶτα συστολῇ τοῦ η εἰς ε μέλεος.

Translation (En)

Meleon "useless": ...from , "to wish", ēleos "distraught" in the Ionic dialect and mēleos, "what we don’t want" (mē thelomen); because nobody wants what is vain. And then meleos by shortening of [ē] into [e].

Other translation(s)

Meleon « vain » : ...de , « vouloir », ēleos « insensé » en ionien et mēleos, « ce que nous ne voulons pas (mē thelomen) » ; car personne ne veut ce qui est inutile. Puis meleos par abrègement du [ē] en [e].

Comment

Compositional etymology. The first member is assumed to be the negation μή, here shortened by a pathos. This has parallels (see μῆνις / μή + εἷς, and with shortening μέλας / μή + λάω1). The lemma is therefore the negative counterpart of the etymon

Parallels

Theognostus, Canones siue De orthographia, §270 (ἐλεός· τό τε κύριον καὶ τὸ σημαῖνον τὸν ἐλεεινὸν, ἤγου τὸν ἀπὸ τοῦ ἔλους· συναπηνέχθη δ’ αὐτοῖς κατὰ τὴν γραφὴν εἰ καὶ μὴ κατὰ τόνον, τὸ μέλεος, προπαροξύτονον, σύνθετον ὂν παρὰ τὸ μὴ ἐλεεῖν· ἢ παρὰ τὸ μὴ λῶ, ὃ δηλοῖ τὸ θέλω); Etym. Gudianum, mu, p. 385 (Μέλαιον, τὸ μάταιον, παρὰ τὸ λῶ τὸ θέλω, καὶ Ἰωνικῶς λέω, ὃ μὴ λέομεν, τοῦτ’ ἔστιν ὃ μὴ θέλομεν, οὐδεὶς γὰρ θέλει τὸ μάταιον); Etym. Magnum, Kallierges, p. 576 (μέλεον δὲ, τὸ μάταιον· παρὰ τὸ λέω λῶ, τὸ θέλω, ὃ μὴ λέομεν, τουτέστιν ὃ μὴ θέλομεν· οὐδεὶς γὰρ θέλει τὸ μάταιον. Ἐκ τοῦ λῶ οὖν γίνεται ἤλεος καὶ μήλεος· καὶ συστολῇ τοῦ η εἰς ε, μέλεος); Ps.-Zonaras, Lexicon, mu, p. 1339 (Μέλεος. ἄθλιος· μάταιος. —μελέη δέ τοι ἔπλετ’ ἀϋτή. παρὰ τὸ λῶ, τὸ θέλω, καὶ ἰωνικῶς λεὸς, καὶ μήλεος, ὃν μὴ θέλομεν· οὐδεὶς γὰρ θέλει τὸν μάταιον· εἶτα συστολῇ τοῦ η εἰς ε μέλεος)

Modern etymology

Unknown (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Eva Ferrer