λῶ
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Λαρόν· ἡδύ, ἀπολαυστικόν. παρὰ τὸ λῶ πεποίηται, ὃ σημαίνει τὸ θέλω.
Translation (En)
Laron "pleasant, enjoyable". It was made from lō, which means "to wish".
Other translation(s)
Laron "plaisant, agréable". Fait à partir de lō, qui signifie « vouloir ».
Parallels
Philoxenus, fr. *139 (λιαρόν· ... παρὰ τὸ λῶ, τὸ θέλω, γίνεται λαρόν, ὃ θέλομεν, ὡς νῶ ναρόν, λῶ λαρόν, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι λιαρόν); Schol. bT Il. 17, 572a (<λαρόν:> ἀπολαυστικόν· παρὰ τὸ λῶ, ὅ ἐστι θέλω); Etym. Genuinum, lambda 36 (Λαρόν: τὸ ἡδὺ πόμα. παρὰ τὸ ἱλαρὸν λαρὸν ἢ παρὰ τὸ λῶ τὸ θέλω ἢ παρὰ τὸ λίαν γέγονε. λέγεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ ἁπαλοῦ. Ἡσίοδος· οὐκέτι δὴ βαίνουσι λαροῖς ποσίν); ibid., lambda 97 (Λιαρόν: χλιαρόν, προσηνές. παρὰ τὸ λῶ τὸ θέλω λαρὸν ὃ θέλομεν ὡς νῶ ναρόν, λῶ λαρόν, πλεονασμῷ τοῦ Ι λιαρόν.); Etym. Magnum, Kallierges, p. 557 (Λαρόν: Τὸ ἡδὺ πόμα. Παρὰ τὸ ἱλαρὸν, λαρόν· ἢ παρὰ τὸ λῶ, τὸ θέλω, τὸ κατὰ γεῦσιν ἢ κατ’ ὄψιν θελητόν. Ἢ παρὰ τὸ λίαν γέγονε. Λέγεται καὶ ἐπὶ τοῦ ἁπαλοῦ· Ἡσίοδος, Οὐκέτι δὴ βαίνουσι λαροῖς ποσίν); ibid., p. 564 (Λιαρός: Ἰλιάδος λʹ, Καὶ ὕδατι λιαρῷ. Εὐκράτῳ, χλιαρῷ, προσηνεῖ. Ἀπὸ τοῦ χλιαρὸς, κατὰ ἀποβολὴν τοῦ χ· τὰ γὰρ χλιαρὰ, προσηνῆ. Ἢ παρὰ τὸ λῶ, τὸ θέλω, γίνεται λαρὸν, ὃ θέλομεν, ὡς νῶ, ναρόν· καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι, λιαρόν); Ps.-Zonaras, Lexicon, lambda, p. 1289 (Λαρόν. προσηνὲς, ἡδύ. παρὰ τὸ ἱλαρὸν, λαρόν. ἢ παρὰ τὸ λῶ, τὸ θέλω καὶ ἀπολαύω); ibid., lambda, p. 1311 (Λιαρόν. θερμὸν, χλιαρὸν, προσηνές. παρὰ τὸ λῶ, τὸ θέλω, λαρόν. ὡς νῶ ναρὸν, λῶ λαρὸν, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι λιαρόν. ἢ ἱλαρὸν, καὶ καθ’ ὑπερβιβασμὸν λιαρόν); Scholia in Apollonii Argonautica, p. 41 (λαρόν: παρὰ τὸ λίαν ἀρηρὸς ἢ παρὰ τὸ λῶ τὸ θέλω πεποίηται. Ἡσίοδος δέ φησι (fg 207 Rz.2) ‘λαροῖς ποσίν’ τοῖς κατ’ ὄψιν ἡδέσιν); Scholia et glossae in Oppiani halieutica, 1, 661 (λαρὸν ἀπὸ τοῦ λῶ τὸ ἀπολαύω, ἐξ οὗ καὶ λαιμός.)
Comment
Derivational etymology implying a passive meaning: what is pleasant is what is wished