βαιός

Validation

No

Last modification

Thu, 03/23/2023 - 10:46

Word-form

ἠβαιόν, ἠβαιός

Transliteration (Word)

ēbaios

English translation (word)

small

Transliteration (Etymon)

baios

English translation (etymon)

little

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. *96

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, epsilon, p. 67

Ed.

F.W. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig: Weigel, 1820 (repr. Hildesheim: Olms, 1973): 1-172

Quotation

Ἠβαιόν· ... οἱ δὲ παρὰ τὸ βῶ, τὸ βαίνω· τὸ κατ’ ὀλίγον οὕτως βαῖνον. ἐὰν μὲν οὖν παρὰ τὸ βῶ, βαιὸς καὶ ἠβαιὸς πλεονασμῷ τοῦ η.

Translation (En)

Ēbaion "small": ...others say it comes from *bō, "to walk" (bainō), "that which goes forward (bainon) little by little". If it is indeed from *bō, baios "small" and ēbaios by addition of [ē].

Other translation(s)

Ēbaion « petit » : ...d’autres disent que cela vient de *bō, « marcher » (bainō); « ce qui avance (bainon) ainsi petit à petit ». Si c’est bien dérivé de *bō, [cela fait] baios « petit » puis ēbaios avec ajout de [ē].

Comment

Derivational etymology, relying on one formal change, the addition of a vowel at the beginning of the word. This is a reversible etymology, as βαιός is sometimes derived from ἠβαιός (see βαιός / ἠβαιός).

Parallels

Herodian, De prosodia catholica, Gr. Gr. 3.1, p. 130 (καὶ τὸ ἠβαιός παρὰ τὸ βαιός πλεονασμῷ τοῦ η, τὸ δὲ βαιός ἀπὸ τοῦ βῆναι βαός καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι βαιός ὁ ἐπ’ ὀλίγον χρόνον βεβηκώς); Herodian, Περὶ παθῶν, Gr. Gr. 3.2, p. 171 (ἠβαιόν ὀλίγον καὶ ὀλιγοχρόνιον. [...] ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ βῆναι γίνεται βαός καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι βαιός ὁ ἐπ’ ὀλίγον χρόνον βεβηκώς καὶ πλεονασμῷ τοῦ η ἠβαιός ὡς τὸ μύει ἠμύει βαιόν καὶ ἠβαιόν); Herodian, Περὶ ὀρθογραφίας, Gr. Gr. 3.2, p. 517 (ἠθεῖος: διὰ τῆς ει διφθόγγου. παρὰ τὸ θεῖος κατὰ πλεονασμὸν τοῦ η ἠθεῖος ὡς βαιόν ἠβαιόν); Etym. Genuinum, beta 11 (Βαιόν· ὃ λέγεται καὶ ἠβαιόν· τὸ μικρὸν ἢ ὀλίγον. εἴρηται παρὰ τὸ βῶ, τὸ βαίνω, βαιόν, οὗ ἐστι ἐπ’ ὀλίγον βῆναι); Etym. Gudianum, eta, p. 234 (Ἠβαιὸς, ὁ μικρὸς, ἠβαιὸν ὄνομα οὐδέτερον, τὸ ἀρσενικὸν ἠβαιὸς, τὸ η ἦθα διάτι; [...] ἀλλὰ ἀπὸ τοῦ βῆναι γίνεται βαὸς καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι βαιὸς, ὁ ἐπ’ ὀλίγον χρόνον βεβηκὼς, καὶ πλεονασμῷ τοῦ η ἠβαιὸς, ὡς μύει ἠμύει, βαιὸν ἠβαιόν); Etym. Magnum, Kallierges, p. 192 (Βαιόν: (Ὃ λέγεται καὶ ἠβαιόν) τὸ μικρὸν ἢ ὀλίγον. Παρὰ τὸ βῶ, τὸ βαίνω, βαιὸν, οὗ ἐστιν ἐπ’ ὀλίγον βῆναι. [...] Ζήτει εἰς τὸ Ἠβαιός); ibid., Kallierges, p. 417 (Ἠβαιόν: Ὀλίγον καὶ ὀλιγοχρόνιον· [...] ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ βῆναι γίνεται βαὸς, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι, βαιὸς, ὁ ἐπ’ ὀλίγον χρόνον βεβηκώς· καὶ πλεονασμῷ τοῦ η, ἠβαιός. Ὡς τὸ μύει, ἠμύει· βαιὸν, ἠβαιόν. [...] Οἱ δὲ, παρὰ τὸ βῶ, τὸ βαίνω, τὸ οὕτως ὀλίγον, ὥστε μόνον βῆναι παυσάμενον· καὶ τὸ ἐλάχιστον ἅμα τῷ ἄρξασθαι πέπαυται); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 384 (Βαιόν· ὃ λέγεται καὶ ἠβαιόν· ἔστι δὲ τριγενὲς ὁ βαιός ἡ βαιά τὸ βαιόν· παρὰ τὸ βῶ, τὸ βαίνω, <βαιόν,> οὗ ἐστιν ἐπ’ ὀλίγον βῆναι. [...] οἱ δὲ παρὰ τὸ βῶ, τὸ κατ’ ὀλίγον οὕτως βαῖνον. ἐὰν μὲν οὖν παρὰ τὸ βῶ, βαιός καὶ <ἠβαιός> πλεονασμῷ τοῦ η, <ὡς μύω ἠμύω, τὸ ἐπικλίνω·>); Ps.-Zonaras, Lexicon, eta, p. 972 (Ἠβαιόν. ὀλίγον, μικρόν. παρὰ τὸ βῶ, τὸ βαίνω, τὸ κατ’ ὀλίγον οὕτως βαῖνον. [ὃ οὐκ ἔστι διὰ σμικρότητα ἐπιβῆναι, πλεονασμῷ τοῦ ἦτα. οἱ δ’ ἐλθόντες οὐδ’ ἠβαιόν. καί· βαιῷ δ’ ἐν αἰῶνι βροτῶν— καί· βαιὸν ἐπὶ ποταμοῦ—)

Bibliography

Manu Leumann, Homerische Wörter. Basel, 1950, p. 50

Modern etymology

Ἠβαιόν results from an erroneous resegmentation of οὐ δὴ βαιόν "not even a small amount" (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Eva Ferrer