*γῶ
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
γαυλός / γαῦλος· παρὰ τὸ γῶ γάζω γαλὸς καὶ πλεονασμῷ τοῦ υ γαυλός· ἀγγεῖον γάλακτος δεκτικόν [γαυλός]. καὶ οὐ πάντως δεῖ παρὰ τὸ γάλα αὐτὸ λαμβάνειν. σημαίνει δὲ καὶ εἶδος πλοίου [γαῦλος].
Translation (En)
gaulos: from *gō "to give room", *gazo, *galos and by adding [u], gaulos; vessel made to receive milk [= gaulós "milk-pail"]. And it absolutely must not be derived from the fact that it contains milk (gala) in particular. It also refers to a kind of ship [= gaûlos].
Other translation(s)
gaulos: à partir de *gō « faire place », *gazo, *galos et avec ajout de [u], gaulos ; vase fait pour recevoir du lait [= gaulós "pot à lait"]. Et il ne faut absolument pas le dériver du fait qu’il contienne du lait [gala] en particulier. Cela signifie aussi une sorte de navire [= gaûlos].
Parallels
Etym. Gudianum, gamma, p. 299 (Γαυλός· τὸ γαλακτοδόχον ἀγγεῖον· [...] ἢ παρὰ τὸ γῶ, τὸ λαμβάνω, τὸ δεκτικόν τιν⟦ος⟧. γαῦλος ⟦δὲ τὸ⟧ σκάφος· γύαλός τις ὤν, τουτέστι κοῖλος. ‖ καὶ ἄλλως· γαυλός, παρὰ τὸ γῶ [τ⟦ὸ] γά⟧ζω γαυλός, ἀγγεῖον δεκ⟦τικόν⟧· καὶ οὐ πά⟦ντως⟧ δεῖ παρὰ τὸ γάλα αὐτὸ λαμβάνειν. σημαίνει καὶ πλοίου εἶδος); ibid., gamma, p. 299 (Γαυλός. ἡ ναῦς, ἡ ἄκατος. ἀπὸ τοῦ γῶ τὸ χωρῶ καὶ λαμβάνω. [τινὲς γαῦλον φασίν· οἶμαι δὲ, ὅτι ἀρσενικόν ἐστιν, ὁ γαυλός]); Etym. Magnum, Kallierges, p. 222 (Γαῦλος: Ποιμενικὸν ἀγγεῖον ἢ κάδος, εἰς ὃ τὸ γάλα δέχονται. Παρὰ τὸ γῶ, τὸ χωρῶ, γίνεται γάζω, γάλος, καὶ γαῦλος. Καὶ οὐ πάντως δεῖ παρὰ τὸ γάλα λαμβάνειν. Λέγεται δὲ καὶ τριήρης γαῦλος διὰ τὸ πλεῖστα δέχεσθαι, ὡς φησὶν Ἡρόδοτος ἐν τῇ τρίτῃ τῶν ἱστοριῶν. Ἔστι δὲ εἶδος πλοίου λῃστικοῦ, ἥτις καὶ Λίβυρνος καλεῖται. Ἢ γύαλος τὶς ὢν, τουτέστι κοῖλος. Λέγεται καὶ ἀντλητήριόν τι); Etym. Symeonis, gamma 32 (Γαῦλος· ποιμενικὸν ἀγγεῖον· ἢ κάδος εἰς ὃ τὸ γάλα δέχονται· παρὰ τὸ γῶ, τὸ χωρῶ, γίνεται γάζω γαλός καὶ γαυλός, λέγεται δὲ τριήρης γαῦλος διὰ τὸ πάντα δέχεσθαι· ἔστι δὲ εἶδος πλοίου λῃστρικοῦ ἥτις καὶ Λίβυρνος καλεῖται ἢ γύαλός τις ὢν τουτέστι κοῖλος· καὶ μετάθεσιν καὶ κρᾶσιν τῶν φωνηέντων γαῦλος); Ps.-Zonaras, Lexicon, gamma, p. 417 (Γαυλὸς δὲ, ὀξυτόνως, τὸ ποιμενικὸν ἀγγεῖον, εἰς ὃ τὰ γάλα δέχονται. [παρὰ τὸ γῶ, τὸ χωρῶ, γίνεται γαλὸς καὶ γαυλός· καὶ οὐ πάντως δὴ παρὰ τὸ γάλα λαμβάνειν. λέγεται δὲ καὶ τριήρης γαυλὸς διὰ τὸ πλεῖστα δέχεσθαι, ὥς φησιν Ἡρόδοτος ἐν τῇ τρίτῃ τῶν ἱστοριῶν. ἔστι δὲ καὶ εἶδος πλοίου λῃστρικοῦ, ἥτις καὶ λίβυρνος καλεῖται)
Comment
Greek has two words which differ only by their accent, γαυλός "milk-pail" and γαῦλος "kind of ship". The etymology provided here is meant primarily for γαυλός but is compatible with γαῦλος, too, since a ship contains goods and people. This is why the alternative etymology deriving γαυλός from γάλα "milk" is rejected, because it would account only for γαυλός, not for γαῦλος. The etymology starts from a usual derivation pattern, from the monosyllabic *γῶ is derived a verb in -άζω (see βάζω / βοάω), which provides the [a], then derivation and eventually addition of [u].