βάζω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Bράζει· παρὰ τὸ βῶ, τὸ λέγω, γίνεται βάζω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ βράζω.
Translation (En)
Brazei: from *bō, "to speak", are made bazō "to speak" and by addition of [r] brazō "to growl".
Other translation(s)
Brazei : à partir de *bō, « parler », sont formés bazō « parler » et brazō « grogner » avec ajout de [r].
Parallels
Philoxenus, fr. *58 (βάζω· ... γίνεται παρὰ τὸ βοῶ βῶ· καὶ ὥσπερ παρὰ τὸ φῶ φάζω καὶ ὁ μέλλων φάσω καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ φάσκω, οὕτως καὶ παρὰ τὸ βῶ βάζω ὁ μέλλων βάξω. ἐκ δὲ τοῦ βάζω γίνεται καὶ βράζω πλεονασμῷ τοῦ ρ); Etym. Genuinum, beta 29 (Βάζω· σημαίνει δὲ τὸ λέγω, οἷον σ 168· εὖ μὲν βάζουσι, κακῶς δ’ ὄπισθεν φρονέουσι. γίνεται παρὰ τὸ βοῶ βῶ, καὶ ὥσπερ παρὰ τὸ φῶ φάζω, ὁ μέλλων φάσω καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ φάσκω, οὕτως καὶ παρὰ τὸ βῶ βάζω, ὁ μέλλων βάξω. ἐκ δὲ τοῦ βάζω γίνεται καὶ βράζω πλεονασμῷ τοῦ ρ); Etym. Magnum, Kallierges, p. 184 (Βάζω: Σημαίνει τὸ λέγω· οἷον, Οἵτ’ εὖ μὲν βάζουσι, κακῶς δ’ ὄπιθεν φρονέουσι. Παρὰ τὸ βοῶ, βῶ· καὶ ὥσπερ παρὰ τὸ φῶ, φάζω, καὶ ὁ μέλλων φάσω, καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ, φάσκω· οὕτω καὶ παρὰ τὸ βῶ, βάζω· ὁ μέλλων, βάξω. Ἐκ δὲ τοῦ βάζω γίνεται καὶ βράζω κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ρ); ibid., Kallierges, p. 211 (Βράζει: Παρὰ τὸ βῶ, τὸ λέγω, γίνεται βάζω· καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ, βράζω); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 394 (βάζω· τὸ λέγω· παρὰ τὸ βοῶ—9 βάζω. ἐκ δὲ τοῦ βάζω γίνεται βράζω πλεονασμῷ τοῦ ρ)
Comment
Derivational etymology relying on one formal change, the insertion of a consonant: from βάζω is derived βράζω. It relies on the meaning "to growl", not on the meaning "to boil"