τέμνω + σιτίον
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Στόμα. τόμα τὶ ἐστὶ, τὸ τέμνον τὰ σιτία
Translation (En)
Stoma "mouth", is a cut (toma), that which cuts (temnon) bread (sitia)
Parallels
Meletius, De natura hominis, p. 79 (συνεργεῖ γὰρ τῷ στόματι ἡ γλῶσσα καὶ οἱ ὀδόντες· τὸ μὲν γὰρ τέμνει τὰ σιτία, οἱ δὲ λεαίνουσιν, ἡ δὲ παραπέμπει τοῖς τέμνουσιν ἢ λεαίνουσιν τῶν ὀδόντων); Choeroboscus, Epimerismi in Psalmos, p. 180 (στόμα, παρὰ τὸ τέμω, τεμῶ, ἢ παρὰ τὸ τὰ σιτία τέμνειν); Etym. Gudianum, sigma, p.512 (Στόμα, παρὰ τὸ τέμνω, τέτομα, τόμα καὶ στόμα· ἐτυμολογεῖται δὲ παρὰ τὸ τὰ σιτία τέμνειν); Joannes Mauropus, Etymologica nominum 174-175 (Κοινῆς πύλης δὲ σώματος τομὴ στόμα, | καὶ σῖτα τέμνει καὶ τὸ πᾶν σῶμα τρέφει); Etym. Magnum, Kallierges, p. 728 (Στόμα: Ἀπὸ τοῦ τέμνω, τέτομα, τόμα καὶ στόμα· ἢ παρὰ τὸ τὰ σιτία ἀμᾶν. Στόμα δὲ λέγεται ἢ ἐπειδὴ δι’ αὐτοῦ τέμνονται τὰ σιτία, ἢ ἐπειδὴ αὐτὸ μόνον τὸ μέρος τετμημένον ἐστὶ τῆς ὄψεως); Scholia in Lycophronem 4 (στόμα παρὰ τὸ τέμνειν τὰ σιτία)
Comment
Compositional etymology in which σιτία is integrated in order to provide the initial [s].