λα- + βορά

Validation

No

Last modification

Thu, 08/05/2021 - 14:03

Word-form

λάβρον

Transliteration (Word)

labros

English translation (word)

violent, impetuous

Transliteration (Etymon)

la- + bora

English translation (etymon)

very + food

Author

Apion

Century

1 AD

Reference

fr. 64

Edition

S. Neitzel, Die Fragmente des Grammatikers Dionysios Thrax. Die Fragmente der Grammatiker Tyrannion und Diokles. Apions Glossai Homerikai [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 3. Berlin: De Gruyter, 1977]: 213-218, 220-300

Source

Apollonius Soph.

Ref.

Lexicon homericum p. 106

Ed.

I. Bekker, Apollonii Sophistae lexicon Homericum, Berlin, 1833

Quotation

λαβρεύεαι· ὁ μὲν Ἀπίων προγλωσσεύῃ <καὶ μεγαληγορεῖς>· ἔστι γὰρ κυρίως λάβρον μέγα κατὰ τὴν βοράν· τὸ γὰρ λα μέγα δηλοῖ. μεταφορικῶς οὖν κεῖται ἐπὶ τοῦ μεγάλα βουλομένου διὰ τὸν λόγον ἐμφαίνειν.

Translation (En)

Labreueai: Apion explains it "and you speak high": labor means properly "big" (mega) with regard to food (boran), because la- means "very". And metaphorically it is used for the one who wants to say big things in his speech.

Comment

Compositional etymology. The first element is identified as the intensive prefix λα- and the second one as βορά "food". This etymology is not fit for the Homeric instances where the word is epithet of winds or of water, but is adapted to the more familiar meaning "voracious".

Parallels

Orion, Etymologicum, lambda, p. 94 (Λάβρος. παρὰ τὸ λ<ά>πτω. οὕτω Φιλόξενος. δύναται καὶ παρὰ τὸ λα ἐπιτατικὸν μόριον, καὶ τὴν βορὰν, οἷον λαβαρός τις ὢν, ἵν’ ᾖ κυρίως ἐπὶ τοῦ ἀδδηφαγεῖν); Epimerismi homerici ordine alphabetico traditi, lambda 2 (λάβρος (Β 148): ὁ ἀδηφάγος. ἐκ τοῦ βορά, ὃ σημαίνει τὴν τροφήν. —ἔστι δὲ ἀπὸ τοῦ Βορέας, ὃ σημαίνει τὸν ἄνεμον); Etym. Parvum, lambda 30 (Λάβραξ· παρὰ τὸ βορά, καὶ τὸ ΛΑ ἐπιτατικὸν μόριον λάβραξ παρώνυμος, ὡς λίθος λίθαξ); Etym. Gudianum, lambda, p. 359 (Λάβρος, ὁ ἀδδηφάγος, ἐκ τοῦ βορὰ, ὃ σημαίνει τὴν τροφήν· ἔστι δὲ ἀπὸ τοῦ βορέας, ὃ σημαίνει τὸν ἄνεμον); ibid., p. 359 ((Λάβραξ, παρὰ τὸ λα ἐπιτατικὸν μόριον, καὶ τὸ βορὰ λάβορος καὶ συγκοπῇ λάβρος καὶ λάβραξ παρωνύμως, ὡς λίθος λίθαξ· οὔτως Ἱππιανός)); Etym. Magnum, Kallierges, p. 553 (Λάβρος: Ὁ ἀδηφάγος. Ἐκ τοῦ βορὰ (ὃ σημαίνει τὴν τροφὴν) καὶ τοῦ ΛΑ ἐπιτατικοῦ μορίου. Ἔστι δὲ καὶ ἀπὸ τοῦ βορέας, ὃ σημαίνει τὸν ἄνεμον, ὡς τὸ, ‘Λάβρος ἐπαιγίζων’. Σφοδρὸς ἐπικαταπνέων. Ἢ παρὰ τὸ ΛΑ καὶ τὸ βῶ, τὸ βαίνω); ibid., p. 554 (Λάβραξ: Ἐκ τοῦ βορὰ γίνεται λάβορος· καὶ συγκοπῇ, λάβρος. καὶ λάβραξ παρώνυμον, ὡς λίθος λίθαξ. Ἔστιν οὖν παρὰ τὸ λάβρως ἐσθίειν· ἀδηφάγον γὰρ ἐστὶ τὸ ζῷον, ὡς ἱστορεῖ Ὀππιανὸς ἐν  τοῖς Ἁλιευτικοῖς);Eustathius, Comm. Il. 3, 773 Van der Valk (Λάβρον δὲ καὶ νῦν συνήθως διὰ τοῦ β τὸ λίαν βαρύ. [Οὕτω δὲ καὶ λάβρος ἄνεμος διὰ τοῦ β, ὡς λίαν βαρύνων, εἰ καί τινες ἐπιθυμοῦσι γράφειν αὐτὸν διὰ τῆς αυ διφθόγγου παρὰ τὴν αὔραν, καὶ ὁ λαβραγόρας δὲ διὰ τοῦ β, οὐχ’ ἧττον δὲ τούτων ὁ λάβραξ διὰ τὸ λίαν βορόν); ibid., 3, 868 (λάβρος μέντοι διὰ τοῦ β ὁ λίαν βορὸς ἢ βαρύς); Scholia in Aeschylum, Prom. 1022 (scholia recentiora) (λάβρος] λίαν βαρὺς καὶ μάργος) [elliptic etymology, μάργος being an equivalent for βορός "gluttonous"]; Scholia in Oppianum, Hal. 4.517 (λάβρος· ἀπὸ τοῦ λίαν καὶ τοῦ βορός)

Modern etymology

Unclear (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

MG still has λάβρος as a learned word

Entry By

Le Feuvre