λείβω

Validation

No

Last modification

Thu, 08/05/2021 - 14:03

Word-form

λέβης

Transliteration (Word)

lebēs

English translation (word)

kettle, cauldron

Transliteration (Etymon)

leibō

English translation (etymon)

to pour

Author

Choeroboscus

Century

9 AD

Source

Idem

Ref.

Prolegomena et scholia in Theodosii Alexandrini canones isagogicos de flexione nominum, p. 154

Ed.

A. Hilgard, Grammatici Graeci, vol. 4.1, Leipzig: Teubner, 1894 (repr. Hildesheim: Olms, 1965)

Quotation

τὰ γὰρ εἰς ης ἰαμβικὰ ἔχοντα σύμφωνον ἀπὸ τοῦ ἐνεστῶτος διὰ τοῦ τος κλίνονται, οἷον λείβω λέβης λέβητος

Translation (En)

Indeed, the iambic words ending in -ēs with a consonant from the present are inflected with -tos, like leibō ("to pour"), lebēs, lebētos ("cauldron")

Parallels

Etym. Genuinum, lambda 52 (Λέβης: τὸ χέρνιβον, ἀπὸ τοῦ τὰς λιβάδας τῶν χειρῶν ὑποδέχεσθαι· ἢ ὁ χυτρόπους, εἰς ὃν λείβεται καὶ ἐμβάλλεται τὸ ὕδωρ); Sophronius, Excerpta ex Joannis Characis commentariis in Theodosii Alexandrini canones, p. 384 (χει δὲ ἀπολογίαν, ὅτι τὰ εἰς ης ἰαμβικὰ φυλάττοντα τὸ σύμφωνον τοῦ ἐνεστῶτος διὰ τοῦ τος κλίνεται, λείβω λέβης <λέβητος>, λήχω Λάχης <Λάχητος>· οὕτω κρατῶ Κράτης Κράτητος); Epimerismi Homerici (ordine alphabetico traditi), lambda, p. 363 (Λέβης, ἐκ τοῦ λείβω τὸ σπένδω.); ibid., p. 364 (Λέβητα, τὸ χέρνιβον, ἀπὸ τοῦ τὰς λιβάδας τῶν χειρῶν ὑποδέχεσθαι); Etym. Magnum Kallierges, p. 559 (Λέβης: Τὸ χέρνιβον, ἀπὸ τοῦ τὰς λιβάδας τῶν χειρῶν ὑποδέχεσθαι· ἢ ὁ χυτρόπους, εἰς ὃν λείβεται καὶ ἐμβάλλεται τὸ ὕδωρ. Σημαίνει δʹ· ἐπὶ μὲν τοῦ παρ’ ἡμῖν λεγομένου χέρνιβος, Χέρνιβα δ’ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα, καλῇ, χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος); Ps.-Zonaras, Lexicon, lambda, p. 1292 (Λέβης. τὸ χερνίβιον. ἀπὸ τοῦ τὰς λιβάδας τῶν χειρῶν ὑποδέχεσθαι. λέβης καὶ τὸ κακκάβιον· εἰς ὃν λείβεται καὶ ἐμβάλλεται τὸ ὕδωρ)

Modern etymology

Unknown. Probably a loanword (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

MG has λέβητας, a learned word designating a metallic cauldron

Entry By

Arthur de Tocqueville