λείβω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
τὰ γὰρ εἰς ης ἰαμβικὰ ἔχοντα σύμφωνον ἀπὸ τοῦ ἐνεστῶτος διὰ τοῦ τος κλίνονται, οἷον λείβω λέβης λέβητος
Translation (En)
Indeed, the iambic words ending in -ēs with a consonant from the present are inflected with -tos, like leibō ("to pour"), lebēs, lebētos ("cauldron")
Parallels
Etym. Genuinum, lambda 52 (Λέβης: τὸ χέρνιβον, ἀπὸ τοῦ τὰς λιβάδας τῶν χειρῶν ὑποδέχεσθαι· ἢ ὁ χυτρόπους, εἰς ὃν λείβεται καὶ ἐμβάλλεται τὸ ὕδωρ); Sophronius, Excerpta ex Joannis Characis commentariis in Theodosii Alexandrini canones, p. 384 (χει δὲ ἀπολογίαν, ὅτι τὰ εἰς ης ἰαμβικὰ φυλάττοντα τὸ σύμφωνον τοῦ ἐνεστῶτος διὰ τοῦ τος κλίνεται, λείβω λέβης <λέβητος>, λήχω Λάχης <Λάχητος>· οὕτω κρατῶ Κράτης Κράτητος); Epimerismi Homerici (ordine alphabetico traditi), lambda, p. 363 (Λέβης, ἐκ τοῦ λείβω τὸ σπένδω.); ibid., p. 364 (Λέβητα, τὸ χέρνιβον, ἀπὸ τοῦ τὰς λιβάδας τῶν χειρῶν ὑποδέχεσθαι); Etym. Magnum Kallierges, p. 559 (Λέβης: Τὸ χέρνιβον, ἀπὸ τοῦ τὰς λιβάδας τῶν χειρῶν ὑποδέχεσθαι· ἢ ὁ χυτρόπους, εἰς ὃν λείβεται καὶ ἐμβάλλεται τὸ ὕδωρ. Σημαίνει δʹ· ἐπὶ μὲν τοῦ παρ’ ἡμῖν λεγομένου χέρνιβος, Χέρνιβα δ’ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα, καλῇ, χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος); Ps.-Zonaras, Lexicon, lambda, p. 1292 (Λέβης. τὸ χερνίβιον. ἀπὸ τοῦ τὰς λιβάδας τῶν χειρῶν ὑποδέχεσθαι. λέβης καὶ τὸ κακκάβιον· εἰς ὃν λείβεται καὶ ἐμβάλλεται τὸ ὕδωρ)