δείδω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
(Lentz) δεῖμα: διὰ τῆς ει διφθόγγου. ὥσπερ γὰρ ἀπὸ τοῦ ποιήσω γίνεται ποίημα, οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ δείσω μέλλοντος γίνεται δεῖμα
Translation (En)
Deima "fear": with the diphthong [ei]: as from poiēsō "I will do" comes poiēma "creation", so from the future deisō "I will fear" comes deima
Parallels
Etym. Gudianum, delta, p. 339 (Δεῖμα· ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ποιήσω μέλλοντος γίνεται ποίημα, οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ δείσω γίνεται δεῖμα); Etym. Magnum, Kallierges, p. 261 (Δεῖμα: Ὁ φόβος. Ἔστι καὶ ῥῆμα. Ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ποιήσω μέλλοντος γίνεται ποίημα, οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ δέω, τὸ φοβοῦμαι, πλεονασμῷ τοῦ ἰῶτα, δείω, ὁ μέλλων δείσω, γίνεται δεῖμα δείματος); Etym. Symeonis, delta 92 (Δεῖμα· φόβος· ἔστι καὶ ῥῆμα δειματῶ ἀπὸ τοῦ δείματος· ὥσπερ δὲ ἀπὸ τοῦ ποιήσω γίνεται ποίημα, οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ δείσω δεῖμα)
Herodian, Peri orthographias, Lentz III/2, p. 490 (δεῖμος: διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφεται· ἀπὸ γὰρ τοῦ δέος γίνεται δέϊμος καὶ κατὰ συναίρεσιν τοῦ ε καὶ ι εἰς τὴν ει δίφθογγον δεῖμος); Etym. Gudianum Additamenta, p. 339 (Δεῖμος· Ὅμηρος <Δ 440> „Δεῖμός τε ἠδὲ Φόβος“. παρὰ τὸ δέος Δέϊμος, ὡς ἄνθος ἄνθιμος, κῦδος κύδιμος, <καὶ κατὰ συναίρεσιν Δεῖμος>, ὁ δέος ἐμποιῶν, ὄνομα πρέπον Ἄρεος παιδίου)
Comment
Derivational etymology which is the same as the one for δἐος (see δέος / δείδω). The same etymology is also provided for Δειμός "Fear" (see Parallels)