ὀρούω

Validation

No

Last modification

Tue, 06/01/2021 - 15:39

Word-form

οὐρούς

Transliteration (Word)

ouros

English translation (word)

channel

Transliteration (Etymon)

orouō

English translation (etymon)

to rush forward

Author

Apollonius Soph.

Century

1 AD

Source

Idem

Ref.

Lexicon homericum, p. 125

Ed.

I. Bekker, Apollonii Sophistae lexicon Homericum, Berlin, 1833

Quotation

λέγει καὶ οὐροὺς τοὺς τόπους ἐν οἷς ἐνεώλκηνται αἱ νῆες, παρὰ τὸ ἑλκομένας τὰς ναῦς ὀρούειν εἰς τὴν θάλασσαν.

Translation (En)

[Homer] also names ourous "channels" the places where the ships are hauled up, because the ships, when drawn, orouein "rush forward" into the sea.

Parallels

Herodian, Peri pathōn, vol. 3,2, p. 274 (οὐρούς: παρὰ τὸ ὀρούω πλεονασμῷ τοῦ υ· δι’αὐτῶν γὰρ διεγείρονται καὶ καθέλκονται αἱ νῆες εἰς τὴν θάλασσαν.); Orion, Etymologicum, omicron, p. 113 (Οὐρούς. τὰ νεώρια, διὰ τὸ ἐπ’ αὐτῶν ὀρούειν τὰς ναῦς.); bT Schol. Il. 2.153b Erbse (<οὐρούς:> ἐκ τοῦ ὀρούειν· b(BCE3) δι’ αὐτῶν γὰρ αἱ νῆες ὀρούουσιν. b(BCE3E4)Til τῷ δὲ χρόνῳ πολλή τις ὕλη περὶ αὐτοὺς ἦν, b(BCE3)Til ἣν καὶ ὑφεῖλκον. b(BCE3)).; Epimerismi homerici ordine alphabetico traditi, omicron 10 (οὐρούς (Β 153): παρὰ τὸ ὀρούω ὀρούσω κατὰ ⸤ἀποκοπὴν τοῦ ω⸥ ὀρούς ⸤καὶ πλεονασμῷ τοῦ υ⸥ οὐρούς· δι’ αὐτῶν γὰρ ἐγείρονται καὶ καθ⸤έλκονται αἱ νῆες εἰς τὴν θάλασσαν⸥.); Etym. Gudianum, omicron, p. 442 (Οὐροὺς, τὰ νεώρια, ἤγουν οἱ ὀλκοὶ, παρὰ τὺ ὀρούω ὀρούσω καὶ κατ’ ἀποβολὴν τοῦ ω ὀροὺς, καὶ πλεονασμῷ τοῦ υ οὐρούς· δι’ αὐτῶν γὰρ ἐγείρονται καὶ καθέλκονται αἱ νῆες εἰς τὴν θάλασσαν· καὶ Ὅμηρος· οὐροὺς ἐξεκάθαιρον νηῶν.); Eustathius, Comm. Il. 1, 297 Van der Valk (Ἐν δὲ τῷ «οὐροὺς ἐξεκάθαιρον» οὐροὶ λέγονται οἱ τόποι, ὅθεν ἡ ναῦς ὀρούει, τουτέστιν ὁρμᾷ, καθελκομένη εἰς θάλασσαν.); Etym. Magnum, Kallierges, p. 642 (Καὶ γίνεται παρὰ τὸ ὀρούω ὀρούσω, ἀποβολῇ τοῦ ω, καὶ πλεονασμῷ τοῦ υ, οὐρούς· δι’ αὐτοῦ γὰρ ἐγείρονται καὶ καθέλκονται αἱ νῆες εἰς τὴν θάλασσαν.); Ps.-Zonaras, Lexicon, omicron, p. 1479 (Οὐρούς. ὀξυτόνως πρὸς ἀντιδιαστολὴν τοῦ ἀνέμου. σημαίνει δὲ τὰ νεώρια, ἤγουν τὰ ταφροειδῆ ὀρύγματα, καὶ περιορίσματα τῆς νηὸς, δι’ὧν αἱ νῆες καθέλκονται εἰς τὴν θάλασσαν. οἷον· οὐρούς τ’ ἐξεκάθαραν. ἀπὸ τοῦ δι’ αὐτῶν ὀρούειν καὶ ὀρμᾷν τὰ σκάφη καθελκόμενα εἰς τὴν θάλασσαν)

Modern etymology

Probably related ἐρύω "to drag" (*weru-) through vowel alternation, *worw-o- (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Arthur de Tocqueville