ἄνω + τεύχω

Validation

No

Last modification

Tue, 06/01/2021 - 15:39

Word-form

ἄντυξ

Transliteration (Word)

antux

English translation (word)

rail round front of chariot

Transliteration (Etymon)

anō + teukhō

English translation (etymon)

upwards + make

Author

Apollonius Soph.

Century

1 AD

Source

Idem

Ref.

Fr. 19

Ed.

S. Neitzel, Die Fragmente des Grammatikers Dionysios Thrax. Die Fragmente der Grammatiker Tyrannion und Diokles. Apions Glossai Homerikai [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 3. Berlin: De Gruyter, 1977]

Quotation

Ἄντυξ · ἐπὶ μὲν τῆς ἀνωτάτω περιφερείας τοῦ ἅρματος ... ἐπὶ δὲ τῆς κάτωθεν περιφερείας τῆς ἀσπίδος ... εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ ἄνω τοῦ ὅλου τετύχθαι, ὅ ἐστι κατεσκευάσθαι. ὁ δὲ Ἀπίων φησίν, οὕτως ὠνομάσθη ἀπὸ τοῦ ἀντέχεσθαι τῆς ὅλης κατασκευῆς. <βέλτιον δὲ> ἀπὸ τοῦ ἄνω τετύχθαι.

Translation (En)

Antux ("rail round front of chariot") : refers to either the highest part of the surface of the chariot... either the lowest part of the surface of the shield... It is so called because it is made (tetukhthai) on the top (anō) of the whole equipment. Apion states that it was named so because it was held against (antekhesthai) the whole equipment. It is better to consider it comes from anō tetukhthai ("made on the top").

Comment

The connection with τεύχω "to forge" is probably correct. The first syllable is identified here as ἀνα- "up", under the syncopated form which was familiar to Greek lexicographers. This refers to the position, as the rim is on the top of the chariot-case.

Parallels

Orion,  Etymologicum, alpha, p.11 (Ἄντυγες, αἱ ἀνωτάτω τοῦ ἅρματος τετυγμέναι· καὶ γὰρ καὶ ἡ εἰς τὸ κάτω τετυγμένη καταίτυξ καλεῖται.); Etym. Genuinum, alpha 934 (Ἄντυξ Ε 728· ἄντυξ λέγεται ἡ ἀνωτάτη περικεφαλαία τοῦ ἁρματίου δίφρου· παρὰ τὸ ἄνω τετύχθαι καὶ κατεσκευάσθαι· ἡ δὲ εἰς τὸ κάτω τετυγμένη λέγεται καταίτυξ. λέγεται δὲ καὶ ἡ τῆς ἀσπίδος περιφέρεια ἄντυξ, οἷον Ζ 118· ἄντυξ ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης. ἀμφότερα δὲ ἀπὸ τοῦ τεύχω, τὸ κατασκευάζω, γέγονεν, οἷον τεύχω τεύξω τεύξ καὶ τύξ· καὶ ἐν συνθέσει ἄντυξ καὶ καταίτυξ Ε 262, 322· ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας, οἱονεὶ ἐξάψας τὰς ἡνίας τῆς τοῦ ἅρματος περιφερείας); Etym. Magnum, Kallierges p.114 (idem); Etym. Gudianum, alpha, p. 155 (Ἄντυγες· παρὰ τὸ ἀνωτάτω τετύχθαι. ὁμοίως καταῖτυξ.); Etym. Gudianum Additamenta, alpha, p. 155 (Ἄντυγες· αἱ ἄνω τετυγμέναι περικεφαλαῖαι· καὶ γὰρ ἡ εἰς τὸ κάτω τετυγμένη καταῖτυξ καλεῖται. Ἄντυξ· ἡ ἁψίς, ἀπὸ τοῦ ἄνω τετύχθαι. ‖ καὶ ἡ περιφέρεια τοῦ ἅρματος); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 82 (ἄντυξ (Ε 728)· ἡ ἀνωτάτη ἄντυξ. ἀμφότερα δὲ ἀπὸ τοῦ τεύχω τεύξω τεύξ καὶ τύξ· καὶ ἐν συνθέσει ἄντυξ καὶ καταίτυξ (Ε 262, 322)· ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας, ἐξάψας τὰς ἡνίας τῆς τοῦ ἅρματος περιφερείας Z186.); Ps.-Zonaras, Lexicon, alpha, p.186 (Ἄντυξ. ἡ ἀνωτάτη περικεφαλαία τοῦ ῥαματίου δίφρου. λέγεται καὶ ἡ ἐσχάτη περιφέρεια τῆς ἀσπίδος, παρὰ τὸ ἄνω τετύχθαι ἢ κατασκευάζεσθαι. ἡ δὲ εἰς τὰ κάτω τετυγμένη λέγεται καταῖτυξ. [ἀμφότερα δὲ ἀπὸ τοῦ τεύχω, τεύξω, τεὺξ καὶ τὺξ, καὶ ἐν συνηθείᾳ ἄντυξ καὶ καταῖτυξ. —εἰδέναι δὲ δεῖ, ὅτι τὰ μετὰ προθέσεως συντιθέμενα ῥήματα, εἰ ἀλλοιοῦνται τῷ σημαινομένῳ, ἔσωθεν κλίνεται, βάλλω, καταβάλλω, κατέβαλλον. εἰ δὲ τηροῖντο ἐν ταύτῃ, ἔξωθεν κλίνονται, μύω, καμμύω, ἐκάμμυον, εὕδω, καθεύδω, ἐκάθευδον. τὸ δὲ ἤθελον, ἤμελλον, ἀττικὰ, καὶ τὰ ὅμοια· φιλοῦσι γὰρ μακρὰν ποιεῖν τὴν ἀρχὴν τῶν παρῳχημένων.])

Modern etymology

Unclear, probably a compound of ἀμφι-τεύχω "to forge all around" with haplology at the morphological boundary

Persistence in Modern Greek

MG has άντυγα (learned word)

Entry By

Arthur de Tocqueville