αἴγλη
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
ἀγλαά καλά, παρὰ τὴν αἴγλην τὰ λαμπρά, ἢ κατὰ μετάθεσιν ἀγλαά, ἐφ’ οἷς ἄν τις ἀγαλθείη
Translation (En)
Aglaa "splendid": from aiglē "radiance", the shining ones, or, through metathesis, those in which one would exult (agaltheiē)
Parallels
Orion, Etymologicum (excerpta e cod. regio 2610) p. 173 (Ἀγλαά· παρὰ τὴν αἴγλην· ἐφ’ οἷ τις ἀγάλλεται καὶ λαμπρύνεται [the ἤ showing that these are two different etymologies is dropped]); ibid. (excerpta e cod. Darmstadino 2773), alpha, p. 611 (ἀγλάα παρὰ τὴν αἴγλην τὰ λαμπρά· ἑφ’ οἷς τὶς ἀγάλλεται ἢ λαμπρύνεται); Choeroboscus, Epimerismi in Psalmos, p. 96 (*Ἀγαλλιᾶσθε, ἐγκλίσεως προστακτικῆς, τὸ θέμα, ἀγαλλιῶ, τοῦτο παρὰ τὸ ἀγάλλω, τοῦτο παρὰ τὸ ἀγλαὸν, τοῦτο παρὰ τὸ αἴγλη, τοῦτο παρὰ τὸ ἀΐσσω τὸ ὁρμῶ); Epimerismi homerici Il. 1, 23c1 (ἀγλαά: παρὰ τὸ ἀγάλλω· ἐφ’ ᾧ τις ἀγάλλεται. ἢ παρὰ τὸ αἴγλη, ὅ ἐστιν ἀπὸ τοῦ ἀΐσσω, τὸ ὁρμῶ· ἡ γὰρ αἴγλη ὁρμητική); ibid., 1, 37c (ἀργυρότοξε: —ἐκ τοῦ ἀργόν ὀνόματος, σημαίνει δὲ τὸ καθαρόν·— γέγονε δὲ ἐκ τοῦ ἀργός, ὃ σημαίνει τὸ λαμπρόν· ὁ λαμπρὸν τόξον ἔχων ἢ λευκόν· τοῦτο παρὰ τὸ ἀγλαός· τοῦτο παρὰ τὸ αἴγλη, αἴγλον καὶ ἀποβολῇ τοῦ ι ἄγλον καὶ τροπῇ τοῦ λ εἰς ρ ἀργόν); Etym. Gudianum, alpha, p. 15 (Ἀγλαά <Α 23>· παρὰ τὸ ἀγάλλω· ἐφ’ ᾧ τις ἀγάλλεται. ἢ παρὰ τὸ αἴγ⸤λη, ὅ ἐστιν ἀπὸ τοῦ ἀΐσσω, τὸ ὁρμῶ· ἡ γὰρ⸥ λαμπηδὼν ὁρμητική. ἐφ’ οἷς τις ἀγάλλεται καὶ λα⸤μπρύνεται); ibid., alpha, p. 188 (Ἀργυρότοξε <Α 37>· ἐκ τοῦ ἀργόν, ὃ σημαίνει τὸ καθαρόν, καὶ τὸ τόξον, ἤγουν τὸ ὅπλον, τουτέστιν ὁ λαμπρὸν τόξον ἔχων. τὸ δὲ ἀργός σημαίνει τὸν λευκόν· [τοῦτ’ ἔστι παρὰ τὸ ἀγλαός] τοῦτο παρὰ τὸ αἴγλη αἰγλός, ἀποβολῇ τοῦ ι καὶ μεταθέσει ἀλγός καὶ τροπῇ τοῦ λ <εἰς ρ> ἀργός); Etym. Gudianum Additamenta, alpha, p. 15 (Ἀγ⟧λαός· παρὰ τὴν αἴγλην· ἐφ’ οἷς τις ἀγάλλεται καὶ λαμπρύνεται); Etym. Magnum, Kallierges, p. 5 (Ἀγαλλιῶ: Παρὰ τὸ ἀγλαόν. Τοῦτο παρὰ τὴν αἴγλην· [τὸ δὲ παρὰ τὸ ἄγαν καὶ τὸ ἅλλω, τὸ πηδῶ.]); ibid., p. 11 (Ἀγλαά: Τὰ λαμπρὰ, παρὰ τὴν αἴγλην, ὅ ἐστι τὴν λαμπρότητα, ἐφ’ οἷς τις ἀγάλλεται· ἢ παρὰ τὸ ἄγαν ἅλλεσθαι, ἀγαλαὰ, καὶ κατὰ συγκοπὴν ἀγλαά); ibid., p. 11 (Ἀγλαΐα: Παρὰ τὸ ἀγλαός· τὸ δὲ ἀγλαὸς παρὰ τὴν αἴγλην· λαμπρότης, κάλλος); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 18 (ἄγαλμα (Δ 144)· ἀγαλλίαμα, καλλώπισμα, πᾶν ἐφ’ ᾧ τις ἀγάλλεται. ἄλλοι δὲ ἄγαλμα εἶπον τὸ ξόανον. τὸ δὲ ἄγαλμα παρὰ τὸ ἀγάλλω, τοῦτο παρὰ τὸ ἀγλαόν, τοῦτο παρὰ τὸ αἴγλη. ἢ παρὰ τὸ ἄγαν καὶ τὸ ἅλλω, τὸ πηδῶ); ibid., p. 40 (ἀγλαά (Α 23 ...)· τὰ λαμπρά· παρὰ τὴν αἴγλην, τουτέστι τὴν λαμπρότητα, ἐφ’ οἷς τις ἀγάλλεται· ἢ παρὰ τὸ ἄγαν ἅλλεσθαι ἀγαλαά καὶ κατὰ συγκοπὴν ἀγλαά); ibid., p. 40 (ἀγλαΐα· ἀπὸ τοῦ ἀγλαός ἀγλαΐα· τὸ δὲ ἀγλαός παρὰ τὴν αἴγλην); ibid., p. 170 (τὸ δὲ ἀγλαόν παρὰ τὸ αἴγλη); Tzetzes, Exegesis in Homeri Iliadem 1, 23 (ἀγλαά· ἢ ἀπὸ τοῦ αἴγλη, ἡ λαμπρότης, αἰγλαὰ καὶ ἀγλαὰ Ἀττικῶς, ὡς τὸ κλαίω κλάω, καὶ τὰ ὅμοια· ἢ ἀπὸ τοῦ ἀγάλλω, ἀγαλαά, τὰ χαρμόσυνα, καὶ συγκοπῇ Αἰολικῇ ἀγλαά); Ps.-Zonaras, Lexicon, alpha, p. 30 (Ἀγλαά. τὰ λαμπρά. [παρὰ τὸ ἄγαν ἅλλεσθαι ἀγαλάα καὶ κατὰ συγκοπὴν ἀγλαά· ἢ παρὰ τὴν αἴγλην.])
Comment
The etymology relies on the semantic proximity between "gleam, radiance" (αἴγλη) end "splendid, magnificent", sharing the notion of light. It implies two formal manipulations, change of the diphthong [ai] into [I] (which, for Greek etymologists, is formulated as "dropping of the [I]), and addition of [a]