κραδαίνω

Validation

No

Last modification

Sat, 06/05/2021 - 17:24

Word-form

καρδία

Transliteration (Word)

kardia

English translation (word)

heart

Transliteration (Etymon)

kradainō

English translation (etymon)

to swing, to shake

Author

Soranus of Ephesus?

Century

1-2 AD

Source

Orion

Ref.

Etymologicum (excerpta e cod. regio 2610), p. 178

Ed.

G.H.K. Koës, Orionis Thebani etymologicon (ed. F.G. Sturz), Leipzig: Weigel, 1820 (repr. Hildesheim: Olms, 1973): 173-184

Quotation

Καρδία· διὰ τὸ κραδένεσθαι ἤγουν σείεσαι περὶ τότε

Translation (En)

Kardia "heart": because it shakes (kradenesthai), that is, it shakes (seies<th>ai)

Comment

This etymology referring to the beating of the heart, widely found in the medical literature, may come from Soranus (fr. 87 Scheele). The etymon is designed to account for the Homeric κραδίη, variant of the familiar Attic form καρδία. It implies a deletion of the suffix, the verb being reduced to [krad].

Parallels

Polybius, Fragmenta de figuris p. 105 (Μετασχηματισμός ἐστι λέξεως συνήθους κίνησις μέτρου χάριν ἢ κατασκευῆς, ὡς ἐν τῷ κραδίη· ἐμφαίνει γὰρ τὴν τοῦ σπλάγχνου ἰδιότητα, ὅτι κραδαίνεται διηνεκῶς); D scholion Il. 1,225 ((κραδίην:) καρδίαν. τὸ δὲ πάθος τῆς λέξεως μετάθεσις καὶ κραδίη δ’ ἐλελίχθη. εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ κραδαίνεσθαι καὶ πάλλεσθαι ἀεὶ τῆς καρδίας σπλάγχνον); Geneva scholion Il. 1.225 (idem); Anastasius Sin., Viae dux 2, 8 (Καρδία ὡς ἐκ τοῦ κραδαίνεσθαι ἤτοι ἀπαύστως σαλεύεσθαι); Meletius, De natura hominis p. 97 (τὸ δὲ ὄνομα ἐτυμολογεῖται παρὰ τὸ κραδαίνω τὸ σείω· ἀεικίνητος γὰρ ἡ καρδία); Leo medicus, De natura hominum synopsis 64 (ἡ καρδία καὶ κραδία παρὰ τὸ κραδαίνω τὸ <σ>είω· ἀεικίνητος γάρ ἐστιν ἡ καρδία); Choeroboscus, Epimerismi in Psalmos p. 104 (Τὸ δὲ καρδία πόθεν γίνεται; Παρὰ τὸ κραδαίνω τὸ σείω, ἀεικίνητος γάρ ἐστιν ἡ καρδία); Epimerismi homerici Il. 1.225 (κραδίην: κατὰ μετάθεσιν· εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ κραδαίνεσθαι ἀεὶ τὸ τῆς καρδίας σπλάγχνον); Epimerismi homerici ordine alphabetico traditi, theta 27 (θυμός: ὄνομα τῷ εἴδει ῥηματικόν· ἀπὸ γὰρ τοῦ θύω καὶ θύσω καὶ θύνω θυμός, ὁ ἀεὶ ἐν κινήσει τυγχάνων, ὥσπερ καὶ ἡ καρδία ἀπὸ τοῦ κραδαίνεσθαι); Etym. Gudianum, kappa, p. 342 (Κραδία, ἀντὶ τοῦ καρδία, παρὰ τὸ ἀεὶ κραδαίνεσθαι καὶ πάλλεσθαι τὸ τῆς καρδίας σπλάγχνον); Joannes Mauropus, Etymologica nominum  252 (ἀεὶ κραδαίνει καρδίαν παλμοῦ κλόνος); Eustathius, Comm. Il. 2, 446 Van der Valk (Δηλοῖ δὲ ἡ λέξις τὸ ποιὸν ἦχον τὴν καρδίαν ἀποτελεῖν ἐν τῷ κραδαίνεσθαι, ἀφ’ οὗ καὶ παράγεσθαι αὐτὴ δοκεῖ).

The etymology is implicit in Diocles, fr. 98 (= Anonymi medici De morbis acutis et chroniis 3.1): Πραξαγόρας περὶ τὴν παχεῖαν ἀρτηρίαν φησὶ γίνεσθαι φλεγματικῶν χυμῶν συστάντων ἐν αὐτῇ· οὓς δὴ πομφολυγουμένους ἀποκλείειν τὴν δίοδον τοῦ ἀπὸ καρδίας ψυχικοῦ πνεύματος καὶ οὕτω τοῦτο κραδαίνειν καὶ σπᾶν τὸ σῶμα. It may also be hinted at in Galen's De utilitate respirationis liber, Kühn vol. 4, p. 480-481 (οἱ γὰρ [τοι] τοῖς Ἐρασιστρατείοις ἀμφισβητοῦντες ἀλλοιοῦσθαί φασι χρῆναι τὴν κίνησιν τῶν ἀρτηριῶν παρὰ τὸν τῆς ἐπισχέσεως καιρόν, ἄν τε κραδαίνεσθαι τὴν καρδίαν μόνον ἄν τε καὶ καταστέλλεσθαί τις ὑποθῆ|ται)

Modern etymology

Old inherited name of the heart, related within Greek to κῆρ. PIE *kr̥d-i-, matching Lat. cor, cordis (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

MG has καρδιά designating: 1. "heart" as the part of the body, 2. any object/design with this shape, 3. the totality of human emotions, 4. the positive/negative disposition of someone, 5. the center of something.

Entry By

Le Feuvre