λάζομαι
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
<ἄζω> ἄχνη, ὡς πήσσω πάχνη, λάζω λάχνη (ἡ γὰρ τρίχωσις εὔληπτος).
Translation (En)
azō akhnē "foam", as pēssō pakhnē "frost", lazō "to take" lakhnē "down" (for the hair is easy to seize)
Parallels
Epimerismi homerici ordine alphabetico traditi, lambda 5 (λάχνη (Β 219): ἡ τρίχωσις. ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ λα ἐπιτατικοῦ μορίου καὶ τοῦ ἔχω, τὸ κρατῶ· γίνεται λαέχνη καὶ κατὰ κρᾶσιν λάχνη, τὸ πάνυ κεκρατημένον. —παράγεται δὲ παρὰ τὸ λά⸤ζω, τὸ κρατῶ⸥, ὁ μέλλων λάξω καὶ ἐξ αὐτοῦ λάχνη· οὐδὲ⸤ν γὰρ εὐληπτότερον τῆς τριχός⸥); Etym. Magnum, Kallierges, p. 558 (Λάχνη: Ἡ τρίχωσις. Ἐκ τοῦ ΛΑ ἐπιτατικοῦ καὶ τοῦ ἔχω, τὸ κρατῶ, γίνεται λαέχνη, καὶ κατὰ κρᾶσιν, λάχνη, ἧς ἐστιν ἔχεσθαι καὶ λαβέσθαι. Ἢ τὸ πάνυ κεκρατημένον· ἡ γὰρ τρίχωσις εὔληπτος. Παράγεται δὲ παρὰ τὸ λάζω, τὸ κρατῶ· ὁ μέλλων, λάξω· καὶ ἐξ αὐτοῦ, λάχνη· οὐδὲν γὰρ εὐληπτότερον τῆς τριχός); Scholia in Oppianum, Hal. 2.115 (Λάχνην· τὸ δέρμα, τρίχωσιν, δασεῖαν καὶ λεπτὴν τρίχωσιν. Λάχνη ἡ τρίχωσις· ἐκ τοῦ λα ἐπιτατικοῦ μορίου καὶ τοῦ ἔχω τὸ κρατῶ γίνεται λαέχνη, καὶ κατὰ κρᾶσιν λάχνη καὶ πάνυ κεκρατημένον, παράγεται δὲ παρὰ τὸ λάζω τὸ κρατῶ, ὁ μέλλων λάξω, καὶ ἐξ αὐτοῦ λάχνη· οὐδὲν γὰρ εὐληπτότερον τῆς τριχός)








Comment
Derivational etymology, semantically relying on the same idea as the compositional one by Heraclides (see λάχνη / λα- + ἔχω), and facing the same semantic problem. The hair is what can be seized. It takes as its etymon the old present λἀζομαι, a Homeric form that was replaced by λαμβάνω in Classical Attic.