πόρος

Validation

No

Last modification

Mon, 12/22/2025 - 12:45

Word-form

πούς

Transliteration (Word)

pour

English translation (word)

foot

Transliteration (Etymon)

poros

English translation (etymon)

pathway, passage

Author

Epimerismi homerici

Century

9 AD

Source

idem

Ref.

Epimerisms homerici Il. 1.58c2

Ed.

A. Dyck, Epimerismi Homerici, pars prior epimerismos continens qui ad Iliadis librum Α pertinent [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 5.1. Berlin: De Gruyter, 1983]

Quotation

πούς: εἴρηται παρὰ τὸν παύσω μέλλοντα ἢ ἀπὸ τοῦ πορός ὀξυτόνου, τοῦ σημαίνοντος τὸ ἐνεργητικόν, ἐκθλίψει τοῦ ρ καὶ κράσει τῶν δύο οο εἰς τὴν ου δίφθογγον, πούς. 

Translation (En)

Pous "foot". It gets its name from the future pausō "I will make to end", or from poros, oxytone, meaning the active one "the one who goes", by loss of the /r/ and contraction of the two /oo/ into a diphthong /ou/, pour

Comment

Derivational functional etymology. The word πόρος means "pathway, passage", and the Greek grammarians were conscious of the existence of pairs like φόρος "action of bearing", paroxytone action noun / φορός "the one who bears", oxytone agent noun (see the explanation in the Et. Magnum). Accordingly, next to πόρος "pathway", they invented an oxytone πορός "he who walks", agent noun (ἐνεργητικόν). Walking is the function of the foot. From this "walker" is derived πούς via the loss of the intervocalic /r/ (completely ad hoc) and the contraction of the vowels (which is a well attested phenomenon). Elsewhere in the Epimerisms, the /u/ is assumed to be added for rhythmical reasons ("because no monosyllable is short except τις") – explanation repeated in the Gudianum.

Parallels

ibid., 58c1 (πόδας: παρὰ τὸ παύω, παύσω, ἢ παρὰ τὸ πορός ὀξύτονον); Epimerismi homerici ordine alphabetico traditi, pi 27 (ἐκ τοῦ πόρος γίνεται κατὰ συγκοπὴν⸥ π⸤ρ⸥ός· ἐκβολῇ τοῦ ρ γίνεται πός· καὶ ἐπειδ⸤ὴ οὐδέποτε ὄνομα μονοσύλλαβον βραχυ⸥καταληκτεῖ πλὴν τοῦ τίς, πλεονάζει τὸ υ καὶ γίνεται ⸤πούς); ibid., pi 163 (καὶ γὰρ πόρος μὲν παροξυτόνως τὸ πλατούμενον, πορός δὲ ὀξυτόνως τὸ πλατοῦν, ὅπερ κατ’ ἔνδειαν τοῦ ρ ποός καὶ κατὰ συναλιφὴν πούς, ὃ καὶ ἀναλόγως ὀξύνεται, ἵνα ἡ ἐνέργεια μείνῃ); Choeroboscus, Prolegomena et scholia in Theodosii Alexandrini Canones isagogicos de flexione nominum, p. 236 (Ἀπὸ οὖν τοῦ ὀξυτονουμένου, φημὶ δὴ ἀπὸ τοῦ πόρος τοῦ σημαίνοντος ἐνέργειαν ἤγουν τὸν διαπερῶντα, γίνεται κατ’ ἔλλειψιν τοῦ ρ ποός, καὶ λοιπὸν κρᾶσις παρακολουθεῖ τῶν δύο οο εἰς τὴν ου δίφθογγον, καὶ γίνεται πούς ἐν ὀξείᾳ τάσει, ἤγουν ἡ βαρεῖα καὶ ἡ ὀξεῖα εἰς ὀξεῖαν συνέρχονται, οἷον ζωός ζώς, Νηρηΐς Νηρῄς, ἑσταώς ἑστώς, βεβαώς βεβώς· οὕτως οὖν καὶ ποός πούς ἐν ὀξείᾳ τάσει); Etym. Gudianum, pi, p. 471 (Πόδας, παρὰ τὸ παύσω μέλλοντα γίνεται παῦς, καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς ο ποῦς· ἐκεῖ γὰρ παύεται τὸ σῶμα, τῇ καταλήξει· ἢ ἀπὸ τοῦ πορὸς ὀξυτόνως, τοῦ σημαίνοντος τὸν ἐνεργοῦντα, ἐκθλίψει τοῦ ρ καὶ κράσει ποῦς); ibid., p. 478 (Ποὺς, παρὰ τὸ πόρος, ὁ διαπερώμενος τόπος· τὰ εἰς ος ὀνόματα δισύλλαβα ῥηματικὰ, ἡνίκα μὲν παθητικὸν ἔστι τὸ σημαινόμενον βαρύνεται· ἡνίκα δὲ ἐνεργητικὸν, ὀξύνεται· ἐκ τοῦ πόρος γίνεται κατὰ συγκοπὴν πρὸς, ἐκβολῇ τοῦ ρ πὸς, καὶ ἐπειδὴ οὐδέποτε ὀνόματα μονοσύλλαβον βραχυκαταλήγειν θέλει, πλὴν τοῦ τὶς,  πλεονάζει τὸ υ καὶ γίνεται πούς· καὶ λοιπὸν ἐκ τοῦ περῶ πορὸς ὀξύτονον, τὸν ἐνεργοῦντα, ἐν τῇ συνθέσει ἀναβιβάζει τὸν τόνον· ὠκύπους); Etym. Magnum, Kallierges, p. 686 (Ἐκ τοῦ περῶ οὖν γίνεται πόρος βαρύτονον, ὁ διαπερώμενος τόπος· πορὸς δὲ ὀξυτόνως, ὁ διαπερῶν· εἶτα ἀποβολῇ τοῦ ρ γίνεται ποὸς, καὶ κατὰ συναίρεσιν ποὺς, ἐν ὀξείᾳ τάσει); ibid., p. 686 (Πούς: Ἀπὸ τοῦ παύω παύσω, παὺς, καὶ ποὺς, εἰς ὃν ἀναπέπαυται τὸ ὅλον μέρος τοῦ σώματος· καὶ γὰρ ἐν τοῖς ποσὶν ἀναπαύεται καὶ καταλήγει τὸ σῶμα. Ἢ ὅτι εἰσὶ τινὰ εἰς ΟΣ ὀνόματα πρὸς διάφορον σημαινόμενον διάφορον ἔχοντα καὶ τὸν τόνον· οἷον, φορὸς ἐστὶν ὁ φέρων· φόρος δὲ, ὁ φερόμενος· τρόχος, ὁ τόπος ἐν ᾧ τρέχουσι· τροχὸς δὲ, ὁ τρέχων· Τὰ γὰρ εἰς ΟΣ ὀνόματα δισύλλαβα ῥηματικὰ, ἡνίκα μὲν παθητικὰ ᾖ τῷ σημαινομένῳ, βαρύνεται· ἡνίκα δὲ ἐνεργητικὰ, ὀξύνεται. Ἐκ τοῦ περῶ οὖν γίνεται πόρος βαρύτονον, ὁ διαπερώμενος τόπος· πορὸς δὲ ὀξυτόνως, ὁ διαπερῶν· εἶτα ἀποβολῇ τοῦ ρ γίνεται ποὸς, καὶ κατὰ συναίρεσιν ποὺς, ἐν ὀξείᾳ τάσει· ἡ γὰρ βαρεῖα καὶ ἡ ὀξεῖα εἰς ὀξεῖαν συνέρχεται· οἷον ζωὸς, ζώς. Ἢ ἐκ τοῦ πόρος γίνεται κατὰ συγκοπὴν πρός· ἐκβολῇ τοῦ ρ, πός· καὶ, πλεονασμῷ τοῦ υ, πούς)

Modern etymology

Inherited word for "foot", cognate with Lat. pēs, pedis, Ved. pād-, Got. fotus, Arm. otn (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

MG has ποδί, from the old derivative ποδίον

Entry By

Le Feuvre