παύω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Ποῦς. παρὰ τὸ πεπαῦσθαι τοῦ ὅλου.
Translation (En)
Pous "foot", from "to be the end" (pepausthai) of the whole <body>
Parallels
Meletius, De natura hominis, p. 130 (Λέγεται δὲ ποὺς, παρὰ τὸ πεπαῦσθαι ἀπὸ τοῦ ὅλου σώματος ἢ τὸ παῦον καὶ λῆγον τοῦ σώματος); Choeroboscus, Prolegomena et scholia in Theodosii Alexandrini Canones isagogicos de flexione nominum, p. 235 (Τὸ δὲ πούς ὀξύνεται διὰ λόγους τοιούτους, ἢ ὅτι ἀπὸ τοῦ παύσω μέλλοντος γίνεται κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ω παύς ἐν ὀξείᾳ τάσει, ὥσπερ τρώσω τρώς, δώσω δώς); Choeroboscus, Epimerismi in Psalmos, p. 39 (Τὰ ἀπὸ μελλόντων δισυλλάβων κατ’ ἀποβολὴν τοῦ Ω γινόμενα ὀνόματα ὀξύνεται, οἷον κλείω κλείσω κλεῖς, παύω παύσω καὶ ποὺς); ibid., p. 109 (Πούς. παρὰ τὸ παύω παύσω, παὺς καὶ πούς); Epimerismi homerici Il. 1.58c1 (πόδας: παρὰ τὸ παύω, παύσω, ἢ παρὰ τὸ πορός ὀξύτονον); ibid., 58c2 (πούς: εἴρηται παρὰ τὸν παύσω μέλλοντα ἢ ἀπὸ τοῦ πορός ὀξυτόνου, τοῦ σημαίνοντος τὸ ἐνεργητικόν, ἐκθλίψει τοῦ ρ καὶ κράσει τῶν δύο οο εἰς τὴν ου δίφθογγον, πούς); Epimerismi homerici ordine alphabetico traditi, pi 27 (ἡ δὲ παραγωγὴ αὐτοῦ ἐστι παρὰ τὸ παύω παύσω παῦς καὶ πούς· καὶ γὰρ ἐν τοῖς ποσί καταπαύεται καὶ καταλήγει τὸ σῶμα); Etym. Gudianum, pi, p. 471 (Πόδας, παρὰ τὸ παύσω μέλλοντα γίνεται παῦς, καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς ο ποῦς· ἐκεῖ γὰρ παύεται τὸ σῶμα, τῇ καταλήξει· ἢ ἀπὸ τοῦ πορὸς ὀξυτόνως, τοῦ σημαίνοντος τὸν ἐνεργοῦντα, ἐκθλίψει τοῦ ρ καὶ κράσει ποῦς); ibid., p. 478 (Ποὺς, παρὰ τὸ πεπ<α>ῦσθαι ἀπὸ τοῦ ὅλου σώματος, παρὰ τὸ παίω ῥῆμα, ὁ μέλλων παίσω, καὶ τροπῇ τοῦ ι εἰς υ παύσω, καὶ ἐξ αὐτοῦ ποῦς, τὸ κατώτερον μέρος τοῦ σώματος); Eustathius, Comm. Il., vol. 2, p. 246 (Γίνεται δὲ τὸ λάξ, ὡς πολλαχοῦ φαίνεται, ἀπὸ τοῦ λήγω λήξω. Ὡς γὰρ ἀπὸ τοῦ παύω παύσω ὁ πούς, οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ λήγω λήξω τὸ λάξ, ὅπερ ἐστὶ ταὐτὸν τῷ ληκτικῶς, παυστικῶς, καὶ ὡς εἰπεῖν ποδικῶς); ibid., vol. 3, p. 36 (Ὡς γὰρ ἐκ τοῦ λήγω λήξω λήξ καὶ λάξ, καθὰ καὶ προδεδήλωται, οὕτω καὶ πούς ἀπὸ τοῦ παύσω. ταὐτὸν δὲ λήξω καὶ παύσω εἰπεῖν); Etym. Magnum, Kallierges, p. 686 (Πούς: Ἀπὸ τοῦ παύω παύσω, παὺς, καὶ ποὺς, εἰς ὃν ἀναπέπαυται τὸ ὅλον μέρος τοῦ σώματος· καὶ γὰρ ἐν τοῖς ποσὶν ἀναπαύεται καὶ καταλήγει τὸ σῶμα); J. Tzetzes, Exegesis in Homeri Iliadem 1.228 (τὰ δ’ ἀπὸ μελλόντων δισυλλάβων γινόμενα ὀξύνονται· οἷον· παύσω, πούς· νύξω, νύξ· πώξω, πώξ· κερῶ, κήρ· καὶ τὰ ὅμοια); Anonymi exegesis in Hesiodi Theogoniam, p. 382 (ἀμφὶ δὲ ποίη. ποὺς λέγεται τὸ τελευταῖον μέρος τοῦ σώματος, οὐκ ἄλλοθεν ἐτυμολογούμενον ἢ παρὰ τὸ παύσω, εἰς ὃ μέρος ἀναπαύεται καὶ καταλήγει τὸ σῶμα. ὥσπερ γοῦν παντὸς τοῦ σώματος τέλος ὁ πούς, οὕτω καὶ πάσης φιλότητος τέλος ἡ συνουσία)








Comment
Derivational descriptive etymology. It requires a formal manipulation, the change of /a/ to/o/. It was designed in order to account for the nominative singular, the only form in the paradigm that has a diphthong. It cannot account for the rest of the paradigm, built on the stem pod-. This shows the primordial importance of the nominative form in the mind of Greek grammarians. As appears from Choeroboscus, the form was derived from the future παύσω, since the latter provides the final /s/. The fact that, in πούς, -s is the ending and does not belong to the stem was not a criterion for Greek etymologists.