λήγω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
λάξ· παρὰ τὸ λήγω ῥῆμα, οὗ μέλλων λήξω, λὴξ καὶ λάξ· διὰ τὸ τῷ λήγοντι μέρει τοῦ ποδὸς, τουτέστι τῷ ἄκρῳ, πλήττειν (Theodoridis)
Translation (En)
Lax "with the foot": from the verb lēgō "to cease", the future of which is lēxō, *lēx and lax: to hit with the end part of the leg, that is, the extremity
Parallels
Orion, Etymologicum, lambda, p. 96 (Λάξ. παρὰ τὸ λήγω ῥῆμα, οὗ μέλλων λήξω, λὴξ λὰξ, τὸ τῷ λήγοντι μέρει τοῦ ποδὸς, τουτέστι, τῷ ἄκρῳ πλήττειν); ibid. (excerpta e cod. Darmstadino 2773), kappa, p. 615 (λὰξ παρὰ τὸ λήγω λήξω, λάξ· διὰ τὸ τῶ λήγοντι μέρει τοῦ ποδὸς πλήσσειν); Epimerismi homerici ordine alphabetico traditi, pi 144 (ἀλλάξω ἀλλάξ καὶ ἐναλλάξ, κουρίζω κουρίξω κουρίξ, δήκω δήξω δήξ δάξ καὶ ὀδάξ, λήγω λήξω λήξ καὶ λάξ, τὸ τῷ λήγοντι μέρει παίειν); Etym. Gudianum, lambda, p. 362 (Λὰξ, παρὰ τὸ λήγω ῥῆμα, λήξω, λὴξ καὶ λὰξ ὁ τῷ λήγοντι μέρει τοῦ ποδὸς, τουτ’ ἔστι τῷ ἀκρῷ πλήττει, ὁ λέγεται λάκταια); Eustathius, Comm. Il., vol. 1, p. 380 (ἀπὸ τοῦ δάκω δάξω δάξ, [ἢ καὶ ὡς λήγω λήξω λήξ καὶ λάξ, οὕτω δήκω δήξω δήξ καὶ δάξ] καὶ κατὰ πλεονασμὸν ὀδάξ); ibid., vol. 2, p. 246 (Γίνεται δὲ τὸ λάξ, ὡς πολλαχοῦ φαίνεται, ἀπὸ τοῦ λήγω λήξω. Ὡς γὰρ ἀπὸ τοῦ παύω παύσω ὁ πούς, οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ λήγω λήξω τὸ λάξ, ὅπερ ἐστὶ ταὐτὸν τῷ ληκτικῶς, παυστικῶς, καὶ ὡς εἰπεῖν ποδικῶς); ibid., vol. 3, p. 36 (Ἔστι δὲ τὸ λάξ, ὡς καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ, ποιότητος ἐπίρρημα, καὶ δηλοῖ τὸ ληκτικῶς, ἤγουν τῷ λήγοντι μέρει τοῦ ποδός, ὅ ἐστι τοῖς δακτύλοις ἢ καὶ τῷ πέλματι. καὶ ἔστι τὸ ποδί ἐφερμηνευτικὸν τοῦ λάξ, τεθὲν πρὸς πλείω σαφήνειαν. Ὡς γὰρ ἐκ τοῦ λήγω λήξω λήξ καὶ λάξ, καθὰ καὶ προδεδήλωται, οὕτω καὶ πούς ἀπὸ τοῦ παύσω); Eustathius, Comm. Od., vol. 1, p. 69 (ὡς γὰρ λήγω λήξω λὴξ καὶ ἐν συστολῆ λὰξ, οὕτω δήκω τὸ δάκνω δήξω δὴξ καὶ δάξ); ibid., vol. 2, p. 143 (Τὸ δὲ λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ, ἀντὶ τοῦ τῷ λήγοντι τοῦ ποδὸς μέρει τῷ πρὸς τοῖς δακτύλοις ἔκρουσε τὸ ἰσχίον πρὸς τῷ γλουτῷ); Etym. Magnum, Kallierges, p. 556 (Λάξ: Ἀπὸ τοῦ λήγω ῥήματος, ὁ μέλλων, λήξω· λὴξ καὶ λὰξ, τὸ τῷ λήγοντι μέρει τοῦ ποδὸς (τουτέστι τῷ ἄκρῳ) πλήττειν. Καὶ Ὅμηρος Ἰλιάδος κʹ, ‘Λὰξ ποδὶ κινήσας’); Commentaria in Dionysii Thracis Artem grammaticam, Scholia Vaticana, p. 276 (Τὸ δὲ λάξ τὸ ὑπόμνημα οὕτω σχηματίζει· λακτίζω λακτίσω, δωρικῶς λακτίξω, λάκτιξ καὶ συγκοπῇ λάξ· ἄμεινον δὲ οὕτως, λήγω λήξω λήξ καὶ λάξ, τὸ διὰ τοῦ λήγοντος μέρους τοῦ σώματος γινόμενον)








Comment
Derivational etymology, taking the future form as its starting point, as often in Philoxenus. The future provides the /ks/. The change from η to α relies on the familiar alternation found in ἵστημι / ἵσταμεν. The etymology is intended as descriptive. The foot is the end part of the leg, therefore, to hit with the foot is to hit with the end. Eustathius provides the semantic explanation: "with the end part (of the leg)."