κόνις
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Ἐγκονεῖν, σπευδεῖν. ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν κόνιν ἐγειρόντων.
Translation (En)
Enkonein "to hasten", by metaphor from those who raise dust (konin)
Parallels
Suda, epsilon 109 (Ἐγκονεῖτε: ἐνεργεῖτε, ταχύνατε. ἢ ἐπεὶ οἱ τρέχοντες κόνεως πληροῦνται ἢ ἀπὸ τῶν ἀθλητῶν· ἐν κόνει γὰρ ἐκείνων τὸ ἔργον· ἢ ὅτι πρὸ τοῦ τῆς κόνεως ἅψασθαι νικῶσιν); Etym. Gudianum Additamenta, epsilon, p. 395 (Ἐγκονεῖν· σπεύδειν· οἱ γὰρ σπεύδοντες κονιορτοῦνται τὰ γυμνὰ τοῦ σώματος); ibid., epsilon, p. 395 (Ἐγκονεῖν· τὸ σπεύδειν· ἀπὸ τῶν κόνιν ἐγειρόντων ἐν τῷ σπεύδειν); Etym Magnum, Kallierges, p. 311 (ἐγκονεῖν λέγεται τὸ μετὰ σπουδῆς ἐνεργεῖν καὶ κατεπείγεσθαι. Ἀπὸ τοῦ κόνις κονῶ καὶ ἐγκονῶ· οἱ γὰρ ἐπειγόμενοι τὶ πράττειν κατὰ τὸν δρόμον ἐγείρουσι κόνιν); Etym Symeonis, epsilon 47 (ἐγκονεῖν λέγεται τὸ μετὰ σπουδῆς ἐνεργεῖν. Ἀπὸ τοῦ κόνις κονῶ καὶ ἐγκονῶ· οἱ γὰρ ἐπειγόμενοι τὶ πράττειν κατὰ τὸν δρόμον ἐγείρουσι κόνιν); Ps.-Zonaras, Lexicon, epsilon, p. 608 (Ἐγκονεῖν. τὸ σπεύδειν, τὸ ἐνεργεῖν. ἀπὸ τοῦ κόνις κονῶ καὶ ἐγκονῶ· οἱ γὰρ ἐπειγόμενοι τὶ πράττειν κατὰ [τὸν] δρόμον ἐγείρουσι κόνιν); Eustathius, Comm. Il., vol. 3, p. 556-557 (Ἔστι δὲ κονίειν πεδίου τὸ διὰ τῆς πεδιάδος κόνιν ἐγείρειν ἐν τῷ σπουδαίως θέειν. ἐκ δὲ τοῦ τοιούτου νοήματος καὶ τὸ ἐγκονεῖν γίνεται καὶ τὸ διακονεῖν); ibid., vol. 4, p. 77 (ἐκ δὲ τῆς κόνεως πολλὰ παρῆκται, ὧν ἐστι καὶ τὸ ἐγκονῶ καὶ διακονῶ καὶ αὐτοδιάκονος ὁ αὐτοχειρὶ δουλεύων); ibid., vol. 4, p. 750 (ἐκ δὲ τοῦ «κονίειν πεδίοιο» καὶ τὸ ἐγκονεῖν ἐπενοήθη, ὡς τὸ «χωρῶμεν, ἐγκονῶμεν»); Scholia in Aeschylum, Prom. 962 (scholia vetera) (ἐγκόνει] Μετὰ σπουδῆς δίελθε, σπουδαίως βάδιζε κόνιν ἐγείρων.); Scholia in Aristophanem, Plut. 255 (scholia vetera et recentiora) (ἴτ’, ἐγκονεῖτε: Ἀντὶ τοῦ ἐνεργεῖτε, ταχύνατε· (ἐπεὶ οἱ τρέχοντες κόνεως πληροῦνται. ἢ ἀπὸ τῶν ἀθλητῶν· ἐν κόνει γὰρ ἐκείνων τὸ ἔργον. ἢ ὅτι πρὸ τοῦ τῆς κόνεως ἅψασθαι νικῶσιν)); Scholia in Euripidem, Hec. 507 (scholia vetera) (σπεύδωμεν ἐγκονῶμεν: ἐγείρωμεν κόνιν ἀπὸ τῆς σπουδῆς· ὅταν γάρ τις δρομαίως τρέχῃ, ἐγείρει κόνιν ἀπὸ τῆς γῆς τῇ σπουδαίᾳ καὶ συντόνῳ κινήσει τῶν ποδῶν); Scholia in Euripidis Hecubam 507 (scholia vetera et recentiora) (ἐγκονῶμεν: ἐγκονῶ τὸ σπεύδω, τουτέστι τὸ κόνιν ἐγείρω· οἱ γὰρ σπουδάζοντες κόνιν εἰώθασιν ἀνιστᾶν τοῖς ποσί); Schlia et glossae in Sophoclis Ajacem 810b (scholia vetera et recentiora) (ἐγκονῶμεν: μετὰ σπουδῆς τι ἐνεργῶμεν. ἀπὸ τοῦ κόνις κονῶ καὶ ἐγκονῶ· οἱ γὰρ ἐπειγόμενοί τι πράττειν κατὰ τὸν δρόμον ἐγείρουσιν κόνιν.); Schol. Od. 7.340c2 Pontani (ἐγκονέουσαι ἐνεργοῦσαι καὶ κόνεως πληρούμεναι τῇ σπουδῇ τοῦ δρόμου)








Comment
Derivational etymology. From κόνις "dust", the verb κονέω is assumed to mean "to raise dust", hence "to hasten". The etymon is a consequence of the lemma. The simple verb is rare, and the lemma here is the more commonly found ἐγκονέω "to hasten". The etymology is reversible (see κόνις / κονέω)