κόνις

Validation

No

Last modification

Sun, 12/14/2025 - 14:40

Word-form

κονία

Transliteration (Word)

konia

English translation (word)

dust

Transliteration (Etymon)

konis

English translation (etymon)

dust

Author

Herodian

Century

2 AD

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, kappa, p. 88

Ed.

F. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig, Weigel, 1820

Quotation

Κονία. παρὰ τὸ κονῶ κονία, ᾗ ἔγκειται ἡ κόνις· κόνιος κονία, ὡς Κύπρις, Κύπριος Κυπρία. Ἡρωδιανὸς ἐν Ἐπιμερισμῷ. 

Translation (En)

Konia "dust". From konō, konia, where konis "dust" belongs, too. Konios, konia, as Kupris, Kuprios, Kupria. So Herodian in the Epimerisms.

Comment

Derivational etymology, starting from an inflected form, the genitive κόνιος. A formal parallel is provided.

Parallels

Theognostus, Canones sive De orthographia 629 (Τὰ ἀπὸ τῶν εἰς ις διὰ τοῦ ια γινόμενα καὶ παροξύνεται, καὶ διὰ τοῦ ι γράφεται· Κύπρις, Κυπρία· κόνις, κονία· ῥῆσις, ῥησία, καὶ παῤῥησία· κλῆσις, κλησία, καὶ ἐκκλησία); Epimerismi homerici ordine alphabetico traditi, kappa 115 (κονίῃσιν (Γ 55 alibi): ἢ παρὰ τὸ κονῶ ῥῆμα κονία, ὡς ταίνω ταινία· ἢ παρὰ τὸ κόνις ὄνομα κονία, ὡς Κύπρις Κυπρία); ibid., kappa 7 (κλισία (Β 91): ἡ σκηνή, παρὰ τὸ ἀνακλίνεσθαι ἡμᾶς ἐν αὐτῇ κεκοπωμένους· κέκλισαι κλίσις καὶ κλισία, ὡς κόνις ⸤κονία, θέσ⸥ις θεσία καὶ συνθεσία (cf. Β 339)); Etym. Gudianum, kappa, p. 328 (idem); Etym. Magnum, Kallierges, p. 521 (idem); Etym. Gudianum, kappa, p. 336 (Κόνις καὶ μάχη, παρὰ τὸ κονῶ κόνις, κόνιος καὶ κονία, ὡς Κύπρος, Κύπριος, Κυπρία); Eustathius, Comm. Il., vol. 4, p. 750 (Σημείωσαι δὲ ὅτι πρωτότυπον τῆς κονίας ἡ κόνις. αὐτὴ δὲ γίνεται ἀπὸ τοῦ κνῶ κατὰ Ἡρῳδιανόν. ἵνα ᾖ κνίς. καὶ ἐπεὶ οὐδέ ποτε λέξις Ἑλληνικὴ μονοσύλλαβος βραχύνεται δίχα τοῦ τίς, πλεονάζει τὸ ο καὶ γίνεται κόνις, ἀφ’ ἧς ἡ κονία); Etym. Magnum, Kallierges, p. 433 (Ἠπανία: Ἀπορία, σπάνις, ἀμηχανία. Ὡς κόνις κονία, οὕτως σπάνις σπανία); ibid., p. 528 (Κονία: Κόνις, μάχη. Παρὰ τὸ κονῶ, κόνις κόνιος, καὶ κονία, ὡς Κύπρος Κύπριος, Κυπρία. Ἢ ἀπὸ τῆς κινήσεως, κίνις τὶς οὖσα καὶ κόνις. Ἢ ἐκ τοῦ καίνω, τὸ κόπτω καὶ διαφθείρω, ἡ εἰς μικρὰ κεκομμένη γῆ καὶ τετμημένη· δηλοῖ γὰρ τὴν εἰς λεπτομερῆ οὐσίαν χωρήσασαν γῆν. Ἢ ἐκ τοῦ καίνω γίνεται κατὰ συγκοπὴν κνῶ, τὸ ξύω· ὅθεν καὶ κνῆμι παράγωγον· ἐξ οὗ τὸ, ‘κνῆ τυρόν’. Ἐκ τοῦ κνῶ οὖν, τὸ διακόπτω, γίνεται κνίς· καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο, κόνις· ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ξυσμάτων)

Modern etymology

Old collective of κόνις

Entry By

Le Feuvre