κόνις
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Κονία. παρὰ τὸ κονῶ κονία, ᾗ ἔγκειται ἡ κόνις· κόνιος κονία, ὡς Κύπρις, Κύπριος Κυπρία. Ἡρωδιανὸς ἐν Ἐπιμερισμῷ.
Translation (En)
Konia "dust". From konō, konia, where konis "dust" belongs, too. Konios, konia, as Kupris, Kuprios, Kupria. So Herodian in the Epimerisms.
Parallels
Theognostus, Canones sive De orthographia 629 (Τὰ ἀπὸ τῶν εἰς ις διὰ τοῦ ια γινόμενα καὶ παροξύνεται, καὶ διὰ τοῦ ι γράφεται· Κύπρις, Κυπρία· κόνις, κονία· ῥῆσις, ῥησία, καὶ παῤῥησία· κλῆσις, κλησία, καὶ ἐκκλησία); Epimerismi homerici ordine alphabetico traditi, kappa 115 (κονίῃσιν (Γ 55 alibi): ἢ παρὰ τὸ κονῶ ῥῆμα κονία, ὡς ταίνω ταινία· ἢ παρὰ τὸ κόνις ὄνομα κονία, ὡς Κύπρις Κυπρία); ibid., kappa 7 (κλισία (Β 91): ἡ σκηνή, παρὰ τὸ ἀνακλίνεσθαι ἡμᾶς ἐν αὐτῇ κεκοπωμένους· κέκλισαι κλίσις καὶ κλισία, ὡς κόνις ⸤κονία, θέσ⸥ις θεσία καὶ συνθεσία (cf. Β 339)); Etym. Gudianum, kappa, p. 328 (idem); Etym. Magnum, Kallierges, p. 521 (idem); Etym. Gudianum, kappa, p. 336 (Κόνις καὶ μάχη, παρὰ τὸ κονῶ κόνις, κόνιος καὶ κονία, ὡς Κύπρος, Κύπριος, Κυπρία); Eustathius, Comm. Il., vol. 4, p. 750 (Σημείωσαι δὲ ὅτι πρωτότυπον τῆς κονίας ἡ κόνις. αὐτὴ δὲ γίνεται ἀπὸ τοῦ κνῶ κατὰ Ἡρῳδιανόν. ἵνα ᾖ κνίς. καὶ ἐπεὶ οὐδέ ποτε λέξις Ἑλληνικὴ μονοσύλλαβος βραχύνεται δίχα τοῦ τίς, πλεονάζει τὸ ο καὶ γίνεται κόνις, ἀφ’ ἧς ἡ κονία); Etym. Magnum, Kallierges, p. 433 (Ἠπανία: Ἀπορία, σπάνις, ἀμηχανία. Ὡς κόνις κονία, οὕτως σπάνις σπανία); ibid., p. 528 (Κονία: Κόνις, μάχη. Παρὰ τὸ κονῶ, κόνις κόνιος, καὶ κονία, ὡς Κύπρος Κύπριος, Κυπρία. Ἢ ἀπὸ τῆς κινήσεως, κίνις τὶς οὖσα καὶ κόνις. Ἢ ἐκ τοῦ καίνω, τὸ κόπτω καὶ διαφθείρω, ἡ εἰς μικρὰ κεκομμένη γῆ καὶ τετμημένη· δηλοῖ γὰρ τὴν εἰς λεπτομερῆ οὐσίαν χωρήσασαν γῆν. Ἢ ἐκ τοῦ καίνω γίνεται κατὰ συγκοπὴν κνῶ, τὸ ξύω· ὅθεν καὶ κνῆμι παράγωγον· ἐξ οὗ τὸ, ‘κνῆ τυρόν’. Ἐκ τοῦ κνῶ οὖν, τὸ διακόπτω, γίνεται κνίς· καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο, κόνις· ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ξυσμάτων)








Comment
Derivational etymology, starting from an inflected form, the genitive κόνιος. A formal parallel is provided.