ἕννυμι
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Εἷμα. ἕω ἕσω καὶ εἷμα· καὶ ἀπὸ τοῦ ἕω ἕσω ἑσὴς καὶ ἐσθής
Translation (En)
heima "garment". heō "I clothe", hesō "I will clothe" and heima. And from heō, hesō and esthēs "garment"
Parallels
Epimerismi homerici ordine alphabetico traditi, epsilon 64 (εἵματα (Β 261): ἐκ τοῦ ἕω, τὸ ἐνδύομαι, εἷκα εἷμαι καὶ εἵματα, τὰ ἱμάτια· καὶ δασύνεται. τὸ ει δίφθογγον πρὸς ἀντιδιαστολὴν τοῦ σημαίνοντος τὰς ἡμέρας); Etym. Gudianum, epsilon, p. 419 (Εἵμασιν <Γ 392>· ἐκ τοῦ εἷμα· τοῦτο ἐκ τοῦ ἕω, τὸ ἐνδύομαι, εἷμα. τὸ ει δίφθογγον κατὰ διάλεκτον· οἱ γὰρ Αἰολεῖς ἔμμα λέγουσι καὶ τὸ σπείρω σπέρρω. <παρὰ τὸ εἷμα> καὶ λευχείμων. τὸ δὲ ἱματίζω, ἱματισμός καὶ ὅσα παρὰ τὸ ἱμάτιον διὰ τοῦ ι γράφεται); Etym. Gudianum, lambda, p. 367 (Λευχειμονείτω, ἔστι δὲ λευκὸς καὶ ἕω τὸ ἐνδύομαι, οὗ ὁ παρατατικὸς εἷον, ὁ παρακείμενος παθητικὸς εἷμαι καὶ ἐξ αὐτοῦ εἷμα ἐξ οὗ καὶ ἱμάτιον· καὶ ἐκ τοῦ λευκὸς καὶ τοῦ εἷμα λευκείμων, ὁ λευκὰ ἱματία ἔχω); Etym. Gudianum Additamenta, epsilon, p. 419 (Γεωργίου Εἷμα· ἔμμα γάρ φασιν οἱ Αἰολεῖς. | Εἷμα· παρὰ τὸ ⟦ἕω⟧ ῥῆμα, τὸ ⟦ἐνδύομαι, οὗ⟧ ὁ μέλλων ⟦ἕσω καὶ ἐσής καὶ πλεονασμῷ τοῦ θ ἐσθής, τὸ ἱμάτιον⟧); Eustathius, Comm. Il., vol. 3, p. 913 (ἄλλο τι δηλοῖ ἐν τῷ «ἄμβροτα εἵματα ἕσσεν», ὃ τρόπος ἐτυμολογικός ἐστιν. ἐκ τοῦ ἕσασθαι γὰρ τὸ εἷμα); Etym. Magnum, Kallierges, p. 300 (Εἵματα: Ἱμάτια, ἐνδύματα. Παρὰ τὸ ἕω, τὸ ἐνδύομαι, εἷκα, εἷμαι, καὶ εἷμα. Τὸ ΕΙ, δίφθογγον· πρὸς ἀντιδιαστολὴν τοῦ ἤματα, τοῦ σημαίνοντος τὰς ἡμέρας. Ἢ κατά τινα διάλεκτον. Οἱ γὰρ Αἰολεῖς ἔμμα λέγουσι· καὶ τὸ σπείρω, σπέρρω. Καὶ λευχείμων. Τὸ δὲ ἱματίζω, καὶ ἱματισμὸς, καὶ ἱματιοπώλης, καὶ ὅσα παρὰ τὸ ἱμάτιον, διὰ τοῦ ι γράφεται); Etym. Symeonis, epsilon 158 (Εἷμα· παρὰ τὸ ἕω, τὸ ἐνδύομαι, κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ι. Εἷκα γὰρ ὁ παρακείμενος εἷμαι καὶ ἐξ αὐτοῦ εἷμα, τὰ δὲ παρ’ αὐτὸ πάντα διὰ τοῦ ι γράφεται· ἱμάτιον ἱματιοπώλης); M. Planudes, Dialogus de grammatica, p. 23 (Τὸ μέντοι εἷμα, ἀπὸ τοῦ εἷμαι, οὐκ ἀποβάλλει)
Comment
Correct derivational etymology. The lemma is provided under the form of a thematic present stem, which for Greek grammarians was the base form from which the athematic present stemmas derived. Therefore ἕννυμι was thought to be a derivative of *ἕω. The future stem provides the starting point, which suggests that the etymology may go back to Philoxenus. The Gudianum mentions the Aeolian form ἔμμα with a geminate