ψάω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
ψηνός· ὁ φαλακρὸς εἴρηται <παρὰ> Σιμωνίδῃ (fr 40 West). παρὰ τὸ ψῶ ψήσω ψηνός.
Translation (En)
psēnos "bald": this is how the bald one is called by Simonides. From psô "to rub", psēsō, psēnos
Parallels
Epimerismi homerici ordine alphabetico traditi, psi 1 (ψεδνή (Β 219): ἐκ τοῦ ψῶ, τοῦ σημαίνοντος τὸ ἀπό τινος μείζονος οὐσίας εἰς ἐλάχιστον καὶ μικρὸν μέρος καθιστῶ· γίνεται ὁ μέλλων ψήσω, ῥηματικὸν ὄνομα ψηνός καὶ πλεονασμῷ τοῦ συμφώνου γίνεται ψεδνός. ὁ γὰρ πλεονασμὸς τοῦ συμφώνου τὴν φύσει μακρὰν μετέβαλεν εἰς θέσει, ὥ⸤σπ⸥ερ πένης πενιχρός καὶ μῆκος μακρός); Etym. Gudianum, psi, p. 573 (ἐκ τοῦ ψῶ τοῦ σημαίνοντος τὸ ἀπὸ τινὸς μείζονος οὐσίας, εἰς ἐλάχιστον καὶ μικρὸν μέρος καθιστάμενον, γίνεται ὁ μέλλων ψήσω, ῥηματικὸν ψηνὸς, καὶ πλεονασμῷ τοῦ συμφώνου γίνεται ψεδνός); ibid., p. 573 (Ψηνὸς, ὁ μαδαρὸς καὶ φαλακρὸς, παρὰ τὸ ἐψῆσθαι); ibid., p. 573 (Ψηνὸς, ὁ φαλακρὸς, παρὰ τὸν ψήσω μέλλοντα); Etym. Magnum, Kallierges, p. 817 (Ψεδνός: Ἀραιὸς, μαδαρός· σημαίνει δὲ τὸν φαλακρὸν καὶ ψιλὸν τὴν τρίχα· Ἰλιάδος βʹ, ‘ψεδνὴ δ’ ἐπενήνοθε λάχνη’· καὶ ψηνὸς, ὁ φαλακρὸς παρὰ Σιμωνίδῃ. Ἔστι ψῶ· σημαίνει δὲ ἀπό τινος μείζονος οὐσίας εἰς ἐλάχιστον καὶ μικρὸν μέρος καθιστῶ· οὗ ὁ μέλλων, ψήσω· ῥηματικὸν ὄνομα, ψηνός); Ps.-Zonaras, Lexicon, psi, p. 1871 (Ψηνός. ὁ φαλακρός. παρὰ τὸ ψῶ. ἢ παρὰ τὸ ψήσω ψηνός)
Comment
Derivational etymology, taking as its starting point the future form of the verb, which provides the /ē/. A different derivation starts from the perfect. The etymon is the cause of the lemma (rubbing wipes the hair out). Modern etymologists consider that the etymology is correct