ψάω

Validation

No

Last modification

Mon, 10/28/2024 - 23:05

Word-form

ψηνός

Transliteration (Word)

psēnos

English translation (word)

bald

Transliteration (Etymon)

psaō

English translation (etymon)

to rub, to wipe

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. 688**

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, psi, p. 168

Ed.

F. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig, Weigel, 1820

Quotation

ψηνός· ὁ φαλακρὸς εἴρηται <παρὰ> Σιμωνίδῃ (fr 40 West). παρὰ τὸ ψῶ ψήσω ψηνός.

Translation (En)

psēnos "bald": this is how the bald one is called by Simonides. From psô "to rub", psēsō, psēnos

Comment

Derivational etymology, taking as its starting point the future form of the verb, which provides the /ē/. A different derivation starts from the perfect. The etymon is the cause of the lemma (rubbing wipes the hair out). Modern etymologists consider that the etymology is correct 

Parallels

Epimerismi homerici ordine alphabetico traditi, psi 1 (ψεδνή (Β 219): ἐκ τοῦ ψῶ, τοῦ σημαίνοντος τὸ ἀπό τινος μείζονος οὐσίας εἰς ἐλάχιστον καὶ μικρὸν μέρος καθιστῶ· γίνεται ὁ μέλλων ψήσω, ῥηματικὸν ὄνομα ψηνός καὶ πλεονασμῷ τοῦ συμφώνου γίνεται ψεδνός. ὁ γὰρ πλεονασμὸς τοῦ συμφώνου τὴν φύσει μακρὰν μετέβαλεν εἰς θέσει, ὥ⸤σπ⸥ερ πένης πενιχρός καὶ μῆκος μακρός); Etym. Gudianum, psi, p. 573 (ἐκ τοῦ ψῶ τοῦ σημαίνοντος τὸ ἀπὸ τινὸς μείζονος οὐσίας, εἰς ἐλάχιστον καὶ μικρὸν μέρος καθιστάμενον, γίνεται ὁ μέλλων ψήσω, ῥηματικὸν ψηνὸς, καὶ πλεονασμῷ τοῦ συμφώνου γίνεται ψεδνός); ibid., p. 573 (Ψηνὸς, ὁ μαδαρὸς καὶ φαλακρὸς, παρὰ τὸ ἐψῆσθαι); ibid., p. 573 (Ψηνὸς, ὁ φαλακρὸς, παρὰ τὸν ψήσω μέλλοντα); Etym. Magnum, Kallierges, p. 817 (Ψεδνός: Ἀραιὸς, μαδαρός· σημαίνει δὲ τὸν φαλακρὸν καὶ ψιλὸν τὴν τρίχα· Ἰλιάδος βʹ, ‘ψεδνὴ δ’ ἐπενήνοθε λάχνη’· καὶ ψηνὸς, ὁ φαλακρὸς παρὰ Σιμωνίδῃ. Ἔστι ψῶ· σημαίνει δὲ ἀπό τινος μείζονος οὐσίας εἰς ἐλάχιστον καὶ μικρὸν μέρος καθιστῶ· οὗ ὁ μέλλων, ψήσω· ῥηματικὸν ὄνομα, ψηνός); Ps.-Zonaras, Lexicon, psi, p. 1871 (Ψηνός. ὁ φαλακρός. παρὰ τὸ ψῶ. ἢ παρὰ τὸ ψήσω ψηνός)

Modern etymology

Derivative of ψῆν "to rub", which may be cognate with Skr. psā́ti "chews". Belongs with ψώρα "itch", ψωμός "morsel" (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Le Feuvre