δαίω1
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
ὡς παρὰ τὸ δαίω, τὸ καίω, δῆρις ἡ μάχη, ἔτι δὲ καὶ δηΐς
Translation (En)
As from daiō "to burn" comes dēris "battle", and also dēis
Parallels
Eustathius, Comm. Il., vol. 1, p. 760 (Μάχη δὲ καυστειρὴ μυριαχοῦ τῆς ποιήσεως ἡ θερμὴ καὶ πυρόεσσα κατὰ τὸ «μάχοντο δέμας πυρός». διὸ καὶ δηϊοτής καὶ δηΐς ἡ αὐτὴ, καὶ δήϊος πόλεμος, ἀπὸ τοῦ δαίω τοῦ δηλοῦντος τὸ καίω); ibid., vol. 3, p. 149 (καυστειρὸς γὰρ καὶ πυρόεις ὁ πόλεμος, ὅθεν καὶ δηΐς, ἡ μάχη, παρὰ τὸ δαίω, τὸ καίω); ibid., vol. 4, p. 49 (Ἐκ δὲ τοῦ «δέδηεν» ἡ δηῒς γίνεται. δῆλον γὰρ ὅτι δηΐς ἐστι δαιομένη ἔρις πολέμου); ibid., vol. 2, p. 241 (ἀπὸ τοῦ δαίω γὰρ τὸ δέδηεν, ὅθεν καὶ δαῒς καὶ δηῒς ὁ καυστερὸς πόλεμος); Etym. Symeonis, delta 9 (Δάϊς· ἡ μάχη· ἐν δαῒ λυγρῇ· παρὰ τὸ δαίω, τὸ καίω, ὁ μέλλων δαίσω, ἀποβολῇ τοῦ ω δαίς, καὶ κατὰ διάλυσιν δάϊς· ἢ παρὰ τὸ δαίω τὸ κόπτω καὶ κατὰ διάλυσιν δαΐω, πλεονασμῷ τοῦ ζ δαΐζω, ὁ μέλλων δαΐσω, ἀποβολῇ τοῦ ω, δαΐς); T Schol. Il. 14.387 (δαΐ: δαίω δαίσω δαῒς δαΐ, ὅθεν τὸ „δήϊος“ [unclear: either from δαίω1 "to burn" or from δαίω2 "to cut"])
Comment
Derivational etymology starting from δαίω "to burn", probably because of the adjective δήϊος "terrible", sometimes used as an epithet of fire: the battle is compared to a burning fire. Eustathius always spells δηΐς, never δαΐς.