κάρα

Validation

No

Last modification

Tue, 07/11/2023 - 17:24

Word-form

κόρυς

Transliteration (Word)

korus

English translation (word)

helmet

Transliteration (Etymon)

kara

English translation (etymon)

head

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. *305

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2]. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, kappa, p. 86

Ed.

F.W. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig, 1820

Quotation

Kόρυς· παρὰ τὸ κάρη ἢ τὸ κάρηνον ἀποκοπῇ τοῦ <νον> κάρυς τίς ἐστι καὶ κόρυς, τροπῇ τοῦ α εἰς ο.

Translation (En)

Korushelmet”: from karēhead”, or karēnon “head” with apocope of <non>, something like *karus is made, and korus by changing /a/ into /o/. 

Other translation(s)

Korus « casque » : à partir de karē « tête », ou de karēnon « tête » par apocope de <non>, est fait quelque chose comme *karus, et korus par changement de /a/ en /o/.

Comment

Derivational etymology starting from the old noun for "head", κάρα. The semantic relationship is metonymic: the helmet (lemma) is on the head (etymon), therefore, it is a relation of contiguity.

Parallels

Philoxenus, fr. 102 (θῆλυς καὶ θήλεια· [...] θηλὴ καὶ θῆλυς, ὡς κάρη κάρυς καὶ κόρυς. εἴρηται δὲ καὶ κάρη, φησὶν ὁ Καλλίμαχος (fr. 110, 40 Pf.)); Hesychius, Lexicon, kappa 3691 (κόρυθες· περικεφαλαῖαι παρὰ τὸ κάρα); Lexicon αἱμωδεῖν, kappa 38 (κεκορυθμένα (Γ 18): […] τὸ δὲ κόρυς παρὰ τὸ κάρα κάρυς καὶ κόρα); ibid., kappa 64 (κόρυθος (Γ 362): τὸ ρυ βραχύ· πᾶσα γενικὴ διὰ τοῦ θος κλινομένη ⸤μακρ⸥ὰν ἔχει τὴν παραλήγουσαν, οἷον ⸤ὄρν⸥ις ὄρνιθος, μέρμις ⸤μέρμιθος⸥, κώμυς κώμυθος (σημαίνει δὲ τὴν δέσμην τοῦ χόρτου), πλὴν τοῦ κόρ⸤υς κόρυθος· τοῦτο γὰρ τὸν⸥ χ⸤ρόνον τῆ⸥ς εὐθείας ἐφύλαξε καὶ ἐν τῇ γενικῇ. γίνεται παρὰ τὸ κάρ⸤α⸥ κ⸤όρυς⸥); Etym. Gudianum, kappa, p. 312 (Κεκορυθμένα, μετοχὴ χρόνου παρακειμένου· [...] τὸ δὲ κόρυς παρὰ τὸ κάρη κάρυς καὶ κόρυς); ibid. kappa, p. 339 (Κόρυς, ἡ περικεφαλαία, παρὰ τὸ κάρη κάρυς καὶ κόρυς); Eustathius, Comm. Il., vol. 2, p. 427 (Κορύνη δέ, ἣν καὶ αὐτὴν δὶς ἔφη, ἐπιμείνας διὰ τὸ τῆς λέξεως καίριον, ἁπλῶς μὲν πᾶσα ῥάβδος κεφαλωτὴ παρὰ τὴν κάραν, ὅθεν καὶ ἡ κόρυς); Etym. Magnum, Kallierges, p. 531 (Κόρυς: Ἡ περικεφαλαία. Παρὰ τὸ κάρη κάρυς καὶ κόρυς); Ps.-Zonaras, Lexicon, kappa, p. 1236 (Κόρυς. ἡ περικεφαλαία. καὶ κλίνεται κόρυθος. παρὰ τὸ κάρη, κάρυς καὶ κόρυς); Joannes Pediasimus, Scholia in Hesiodi scutum, p. 629 (κορύσσειν. Ἤγουν ὁπλίζεσθαι· ἀπὸ τοῦ κόρυς, ἡ περικεφαλαία, ἥτις ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τοῦ τὸ κάρα ῥύεσθαι)

Modern etymology

Κόρυς etymologically belongs with κάρα, both being derived from the name of the "horn", PIE *kerh2-s- (Gr. κέρας), despite Beekes' skepticism (EDG)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Eva Ferrer