δέρκομαι

Validation

No

Last modification

Tue, 07/11/2023 - 11:36

Word-form

δορκάς

Transliteration (Word)

dorkas

English translation (word)

deer

Transliteration (Etymon)

derkomai

English translation (etymon)

to look upon

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. *469

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2]. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

[Etymologicum Genuinum AB]

Ref.

fr. *469

Ed.

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2]. Berlin: De Gruyter, 1976

Quotation

Δορκάς· ὡς παρὰ τὸ λάμπω γίνεται λαμπὰς καὶ <παρὰ τὸ> νείφω νιφάς, οὕτως καὶ παρὰ τὸ δέρκω δερκὰς καὶ δορκάς· εὔοπτον γὰρ τὸ ζῷον καὶ ὀξυδερκές.

Translation (En)

Dorkasdeer”: just as from lampō “to shine” is derived lampas “torch” and <from> neiphō “to snow” niphas “snow”, from derkō “to look upon” as well is derived *derkas and dorkas; because the animal is easy to see and sharp-sighted.

Other translation(s)

Dorkas « chevreuil » : de même qu’à partir de lampō « briller » est dérivé lampas « flambeau » et à partir de neiphō « neiger » est fait niphas « neige », à partir de derkō « regarder » est aussi fait *derkas et dorkas ; parce que l’animal est facile à voir et a le regard perçant.

Comment

Derivational etymology, relying on the familiar alternation ε ~ ο, which accounts for the relationship between the verb δέρκομαι (here in the active because this is the rule in Greek lexicography) with /e/ and the noun with /o/, through an intermediate step *δερκάς (invented for the sake of the etymology)

Parallels

Philoxenus, fr. *45 (ἀποφράδες· φῶ ἐστι ῥῆμα, τὸ λέγω, οὗ παράγωγον φάζω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ φράζω, ὁ μέλλων φράσω, ὄνομα ῥηματικὸν φρὰς καὶ σύνθετον ἀποφράς, ὡς λείβω λιβάς, νείφω νιφὰς καὶ δέρκω δερκὰς καὶ δορκάς· οὕτω φράσω φρὰς καὶ ἀποφράς.); idem, fr. *462 (δᾴς· ἡ λαμπάς. παρὰ τὸ δαίω, ὁ μέλλων δαίσω, ἀποβολῇ τοῦ ω δαὶς <καὶ δᾲς κατὰ συναίρεσιν>. οὕτω καὶ δορκάς· ἀπὸ τοῦ δέρκω δορκάς, λάμπω λαμπάς, νείφω νιφάς); Gregorius Nyssenus, In Canticum canticorum, vol. 6, p. 141 (ἡ δορκὰς σημαίνει τὴν ὀξυωπίαν τοῦ τὸ πᾶν ἐπιβλέποντος· φασὶ γὰρ τοῦτο τὸ ζῷον ὑπερφυῶς δερκόμενον ἐκ τῆς ἐνεργείας ἔχειν τὸ ὄνομα); Athanasius, Liber de definitionibus, vol. 28, p. 544 (δορκὰς, ἐκ τοῦ ὀξέως δέρκειν, ἢ ὡς ὁρᾷν); Orion, Etymologicum, alpha, p. 25 (Ἀποφράζω. φῶ ἐστὶ ῥῆμα τὸ λέγω. οὗ παράγωγον φάζω, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ, φράζω. ὁ μέλλων φράσω. ὄνομα ῥηματικὸν φρὰς, καὶ σύνθετον ἀποφρὰς, ὡς λείβω λιβὰς, νείφω νειφὰς, καὶ δέρκω δερκὰς, καὶ δορκάς); ibid., delta, p. 48 (Δᾴς, ἡ λαμπὰς, παρὰ τὸ δαίω, ὁ μέλλων δαίσω, ἀποβολῇ τοῦ ω δαίς. οὕτω καὶ δορκὰς ἀπὸ τοῦ δέρκω δορκάς· λάμπω λαμπάς· νίφω νιφάς); Procopius, Catena in Canticum canticorum, p. 1589 (καὶ ἴσως οἱ μὲν διορατικοὶ δορκάδες, ἀπὸ τοῦ δέρκειν καὶ βλέπειν); Anastasius Sin., Viae dux, §4 (δορκὰς ἐκ τοῦ ὀξέως δέρκειν καὶ ὁρᾶν); Etym.  Parvum, delta 10 (Δράκων· παρὰ τὸ δέρκω, τὸ βλέπω, ἐξ οὗ καὶ δορκάς, ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔδρακον); Lexicon αἱμωδεῖν, delta 26 (δράκων (Β 308): παρὰ τὸ δέρκω, τὸ βλέπω, ἐξ οὗ καὶ δορκάς, καὶ ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔδρακον); Etym. Gudianum, alpha, p. 178 (Ἀποφράδες· ... παρὰ τὸ φρῶ φράζω καὶ ὄνομα φράς φραδός, ὡς δέρκω δορκάς.); ibid. delta, p. 375 (Δορκάς· ὅτι δέρκει μακρόθεν· ἢ ἐκ τοῦ ὀξέως δέρκειν ἤγουν ὁρᾶν); ibid., delta, p. 378 (Δράκων· διὰ τὸ δρᾶν κακῶς ἢ λυμαίνεσθαι. ‖ ἢ παρὰ τὸ δέρκω, τὸ βλέπω, ἐξ οὗ καὶ δορκάς, καὶ ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔδρακον); ibid., delta, p. 347 (Δέρκω· τὸ βλέπω· ἐξ οὗ καὶ δράκων καὶ δορκάς); Eustathius, Comm. Il., vol. 3, p. 238 (ἀλλὰ κατὰ δορκάδα τὴν ἐκ τοῦ δέρκω παρηγμένην καὶ κατὰ λαγὼν τὸν ἐκ τοῦ λάω, ἀνεῳγότας καθεύδων ἔχει τοὺς ὀφθαλμούς, οἱ παλαιοί φασιν); Etym. Magnum, Kallierges, p. 284 (Δορκάς: Τὸ τῆς ἐλάφου γέννημα. Παρὰ τὸ δέρκω, τὸ βλέπω, δερκὰς καὶ δορκάς· ὀξυδερκὲς γὰρ τὸ ζῷον, καὶ εὐόμματον); Etym. Symeonis, delta 329 (Δορκάς· ὥσπερ παρὰ τὸ λάμπω λαμπάς, καὶ νίφω νιφάς, οὕτως καὶ τὸ δέρκω δερκάς καὶ δορκάς· εὔοπτον γὰρ τὸ ζῷον καὶ ὀξυδερκές.); Jacobus Monachus, epistle 10 (Ἡ δορκὰς οὖν σημαίνει τὴν ὀξυωπίαν τοῦ τὸ πᾶν ἐπιβλέποντος· φασὶ γὰρ τοῦτο τὸ ζῷον ὑπερφυῶς δερκόμενον ἐκ τῆς ἐνεργείας ἔχειν τὸ ὄνομα (ἀντὶ τοῦ θεᾶσθαι τὸ δέρκεσθαι)); Joannes Tzetzes, Exegesis in Homeri Iliadem 1, 88 (δερκομένοιο· βλέποντος ἢ βλεπομένου· τὸ δὲ δέρκω ἐκ τοῦ δορκάς· ὀξυδερκὲς γὰρ τὸ ζῷον); Ps.-Zonaras, Lexicon, delta, p. 562 (Δορκάς. ὡς παρὰ τὸ λάμπω λαμπὰς, οὕτω καὶ παρὰ τὸ δέρκω δορκάς· ὀξυδερκὲς γὰρ τὸ ζῶον)

Modern etymology

The older form is ζορκάς (Hdt) < PIE *york-, with cognates in Celtic. The form δορκάς may result from a synchronic etymology with δέρκομαι (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

MG still has δορκάδα

Entry By

Eva Ferrer