τύπτω

Validation

No

Last modification

Sat, 05/06/2023 - 12:00

Word-form

πίτυλος

Transliteration (Word)

pitulos

English translation (word)

sweep of oars

Transliteration (Etymon)

tuptō

English translation (etymon)

to beat

Author

Orion

Century

5 AD

Source

idem

Ref.

Etymologicum, pi, p.131

Ed.

F.W. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig: Weigel, 1820

Quotation

Πίτυλος. παρὰ τὸ τύπτω τύπιλος, καὶ μεταθέσει τῆς ἀρχούσης πίτυλος.

Translation (En)

Pitulos ("sweep of oars"): from tuptō ("to beat"), *tupilos, and with metathesis of the inital, pitulos.

Comment

Derivational etymology. The semantic link between the lemma "beat, stroke of the roar" and the etymon "to beat" is readily understandable. The etymology assumes a metathesis of the first syllable, consonant + vowel.

Parallels

Etym. Genuinum, alpha 505 (Ἀλλόκοτον (Ar. vesp. 47?)· τὸ ἀνόμοιον· ἀλλότοκον καὶ καθ’ ὑπερβιβασμὸν ἀλλόκοτον. ἢ παρὰ τὸ ἀλλαχοῦ κεῖσθαι καὶ μὴ κατ’ αὐτὸ ὄν. ὡς τύπτω τύπτιλος καὶ πίτυλος, καὶ παρὰ τὸ σκέπω σκέπος καὶ πέσκος); Etym. Gudianum, p.94, 17 (Ἀλλόκοτον· ἀνόμοιον ἢ ἐξ ἀνομοίων συνεστός· ἀλλότοκόν τι ὄν, καθ’ ὑπερβιβασμόν, ὡς τύπτω τύπτιλος (σημαίνει δὲ τὴν σφοδρὰν ὁ⸤ρμήν) καὶ πίτυλος καθ’ ὑπερβιβασμόν, καὶ σκέ⸥πω σκέπος ⸤καὶ πέσκος· σημαίνει δὲ δέρος προβάτειον⸥. ἢ παρὰ τὸ ἀλλαχοῦ κεῖσθαι καὶ μὴ κατ’ αὐτό); Etym. Magnum, Kallierges, p.68, 20 (Ἀλλόκοτον: Τὸ ἀνόμοιον, ἢ ἐξ ἀνομοίων συνεστώς· ἀλλότοκον, καὶ καθ’ ὑπερβιβασμὸν ἀλλόκοτον. Ἢ παρὰ τὸ ἀλλαχοῦ κεῖσθαι, καὶ μὴ κατ’αὐτὸ ὂν, ὡς τύπτω τύπτιλος (σημαίνει δὲ τὴν σφοδρὰν ὁρμὴν) καὶ πίτυλος καθ’ ὑπερβιβασμόν· καὶ σκέπω σκέπος καὶ πέσκος· σημαίνει δὲ τὸ προβάτειον δέρος. Μεθόδιος. Σημαίνει οὖν τὸν ἐξηλλαγμένον καὶ ἴδιον τρόπον); ibid., p.673, 47 (Πίτυλος: Κτυπητὴς, φαντασιοκόπος. Παρὰ τὸ τύπτω τύπτιλος· καὶ ἀποβολῇ τοῦ τ, καὶ μεταθέσει τῆς ἐν ἀρχῇ συλλαβῆς, πίτυλος); Etym. Symeonis, I, 316 (ἀλλόκοτον (Ar. Vesp. 47?)· τὸ ἀνόμοιον· ἀλλότοκον μὴ κατ’ αὐτό. ὡς τύπτω τύπτιλος καὶ πίτυλος, καὶ παρὰ τὸ † σκέπτω σκεπτός καὶ σκέπος); Lexicon αἱμωδεῖν, alpha 48 (ἀλλόκοτον: τὸ ἀνόμοιον, καθ’ ὑπερβιβασμὸν ἀλλότοκόν τι ⸤ὄν⸥, ὡς τύπτω τύπτιλο⸤ς⸥ καὶ πίτυλος καθ’ ὑπερβιβασμὸν (σημαίνει δὲ τὴν σφοδρὰν ὁρμὴν) καὶ σκέπω σκέπος καὶ πέσκος (σημαίνει δὲ τὸ δέρας τὸ προβ<άτ>ειον). ἢ παρὰ τὸ ἀλλαχοῦ κεῖσθαι καὶ μὴ κατ’ αὐτό); Scholia in Aeschylum, Th., 856b (πίτυλος ὁ κτύπος ὡς ἀπὸ τοῦ τύπτω τύπτιλος καὶ ἐκβολῇ τοῦ ἑνὸς τ καὶ μεταθέσει τῶν γραμμάτων πίτυλος· ἔστι δὲ ὁ ἐκ τῶν κωπίων γενόμενος); ibid., Pers., 973 (ἰὼ ἰώ μοί μοι] φεῦ ἐμοὶ, τὰς στυγνὰς καὶ λύπης αἰτίας γενομένας Ἀθήνας κατιδόντες οἱ Πέρσαι πάντες οἱ τλήμονες ἀπαίρουσι καὶ ὑποχωροῦσι καὶ θνήσκουσιν ἑνὶ πιτύλῳ, ἤγουν τῷ τῆς μάχης θορύβῳ καὶ τῇ κραυγῇ. A. ἢ μιᾷ πτώσει καὶ πληγῇ. ἀπὸ τοῦ τύπτω. καὶ προεγράφη ἐν τῷ δευτέρῳ δράματι. O);

Modern etymology

Unknown (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Arthur de Tocqueville