τείρω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Tρίζω· παρὰ τὸ τρῶ τρίζω παράγωγον· δηλοῖ δὲ ὀδυνηράν τινα φωνὴν καὶ ἐπαλγῆ <ἀφιέναι>· „ἔνθ’ ὅ γε τοὺς ἐλεεινὰ κατήσθιε τετριγῶτας“ (Β 314).
Translation (En)
Trizō: from *trō "to distress" is derived trizō; it means "to <let out> a kind of distressing and painful cry": enth’ ho ge tous eleeina katēsthie tetrigōtas "then he devoured them as they twittered piteously" (Il. 2.314).
Other translation(s)
Trizō : à partir de *trō « accabler » est dérivé trizō ; cela signifie « <pousser> une sorte de cri douloureux et déchirant » : enth’ ho ge tous eleeina katēsthie tetrigōtas « alors il les dévora tandis qu’ils pépiaient de manière pitoyable » (Il. 2.314).
Parallels
Herodian, De prosodia catholica, Gr. Gr. 3. 1, p. 266 (γίνεται δὲ ἀπὸ μέλλοντος τοῦ κνίζω κνίσω· ὥσπερ γὰρ παρὰ τὸ πρῶ πρίζω, τρῶ τρίζω, οὕτω καὶ κνῶ κνίζω τὸ ἐπιπολῆς καὶ ἰσχνῶς καταξύω); Eustathius, Comm. Od. vol. 2, p. 81 (λέγει δὲ δημὸν τὴν κνῖσσαν, τὸν ἐπίπλουν, ὃς κατὰ Ἡρῳδιανὸν εὐανάδοτός ἐστι πρὸς τὴν ὄσφρησιν οὐκ αὐτοτελὴς περιτεθειμένος τοῖς μηρίοις, ἔνθα διαλαμβάνων ἐκεῖνος καὶ περὶ κνίσσης φησὶν ὅτι ὥς περ στῶ στίζω τρῶ τρίζω, οὕτω καὶ κνῶ κνίζω τὸ ἐξεπιπολῆς καὶ ἰσχνῶς καταξύω, οὗ μέλλων κνίσω, ἀφ’ οὗ ἡ κνῖσα); Etym. Magnum, Kallierges, p. 766 (Τρίζω: Παρὰ τὸ τρῶ, τρίζω παράγωγον· δηλοῖ δὲ ὀδυνηράν τινα φωνὴν καὶ ἐπαλγῆ ἀφιέναι· ὅθεν καὶ τετριγῶτας, Ἰλιάδος βʹ); Lexicon de Atticis nominibus §117 (τετριγυῖα. ἐπὶ ψυχῆς καὶ νυκτερίδων, ι· ἐπὶ δὲ χελιδόνων, η· ἀπὸ τοῦ τρῶ)
Comment
Derivational etymology taking as its starting point the monosyllabic verb *τρῶ itself derived from τείρω by syncopation. The etymon refers to a characteristic feature of the "piercing" cry.