ἵστημι
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Στήλη· παρὰ τὸ στῶ ῥῆμα, οὗ ὁ μέλλων στήσω, στήλη.
Translation (En)
Stēlē "block of stone": from the verb stō "to make to stand", the future of which is stēsō, stēlē.
Other translation(s)
Stēlē « bloc de pierre dressé » : à partir du verbe stō « placer debout », dont le futur est stēsō, stēlē.
Parallels
Philoxenus, fr. *257 (μασχάλη· παρὰ τὸ σχῶ σχήσω σχήλη, ὡς στήσω στήλη, καὶ μεταθέσει τοῦ η εἰς α σχάλη, καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν τῆς μα συλλαβῆς μασχάλη· ἡ λίαν κατέχουσα ἅτινα ἂν σχῇ); ibid., fr. 601 (στρέβλη· παρὰ τὸ στρέφω, ὁ μέλλων στρέψω, στρέβλη, ὡς στήσω στήλη. οὕτως Φιλόξενος); Etym. Gudianum, mu, p. 381 (Μασχάλη παρὰ τὸ εἰς μαστὸν χαλᾶσθαι· ἢ παρὰ τὸ σχῶ σχήσω, σχήλη, ὡς στήσω στήλη, καὶ μεταθέσει τοῦ α εἰς η σχάλη, καὶ πλεονασμῷ τῆς μα συλλαβῆς μασχάλη, ἡ λίαν κατέχουσα, ἅτινα ἂν σχῆ); Eustathius, Comm. Il. vol. 3, p. 213 (Στήλη δὲ κυρίως ἡ ἐκ λίθου ὡς ἀπὸ τοῦ στῶ στήσω καὶ τοῦ λᾶς ὁ λίθος, ὁ ἐκ λίθου δηλαδὴ ἀνεστηκὼς ἀνδριάς); Etym. Magnum, Kallierges, p. *574 (Μασχάλη: [...] Ἢ ἐκ τοῦ σχῶ σχήσω σχήλη, ὡς στήσω στήλη, καὶ μεταθέσει τοῦ η εἰς α σχάλη, καὶ κατὰ μετάπλασιν τῆς ΜΑ συλλαβῆς μασχάλη); ibid., p. 727 (Στήλη: Παρὰ τὸ στῶ, στήσω· σημαίνει δὲ τὸν ἐν τῇ κεφαλῇ κείμενον τοῦ τεθνεῶτος λίθον· ἐξ οὗ καὶ στηλίτης, καὶ στηλιτεύω, τὸ θριαμβεύω, ὡς πολίτης πολιτεύω. Παρὰ τὸ στῶ στήσω γίνεται καὶ στήμων. Τὸ δὲ στῶ σημαίνει ὑπομένω, Ἰλιάδος λʹ. Ἀλλ’ ἄγε δὴ στέωμεν καὶ ἀλεξώμεσθα μένοντες); Ps.-Zonaras, Lexicon, sigma, p. 1675 (Στρέβλη. παρὰ τὸ στρέφω, στρέψω, στρέβλη. ὡς στήσω, στήλη. καὶ στρεβλὸν τὸ στραβόν. οὕτως Εὔπολις)
Comment
Correct derivational etymology, taking as its starting point the future form.