ἵστημι
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Στεῖρα· παρὰ τὸ στῶ, οὗ παράγωγον στείω, στεῖρα πλεονασμῷ τοῦ ρ. ἡ τοῦ κυῆσαι στάσιν ἔχουσα. οὕτω Φιλόξενος.
Translation (En)
Steira "sterile": from stō "to make to stand", from which is derived *steiō, steira by addition of [r]. One whose ability to conceive has been brought to a stop (stasin). That is what Philoxenus says.
Other translation(s)
Steira « stérile » : de stō « arrêter », duquel est dérivé *steiō, steira avec ajout de [r]. Celle dont la capacité à enfanter est arrêtée (stasin). Voilà ce qu’écrit Philoxène.
Parallels
Epimerismi Homerici Il. 1.482,a (στείρῃ: δεῖ γινώσκειν ὅτι τὸ στεῖρα ἐπὶ τοῦ πλοίου εἴρηται παρὰ τὸ στερρὰν εἶναι καὶ εὔτονον. [...] Ἢ παρὰ τὸ στῶ, οὗ παράγωγον στείω, ὡς σῶ σείω, κιχῶ κιχείω θῶ θείω καὶ ἐκεῖθεν στεῖα καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ στεῖρα, ἡ τοῦ κυῆσαι στάσιν ἔχουσα. οὕτως Φιλόξενος); Etym. Gudianum, sigma, p. 510 (Στείρα, ἡ ἄτεκνος καὶ ἄγονος γυνὴ, παρὰ τὸ στερεὰ εἶναι τῶν ἄλλων γυναικῶν· ἢ παρὰ τὸ στῶ, στεία, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ στείρα, ἡ τοῦ κυῆσαι στάσιν ἔχουσα); Etym. Magnum, Kallierges, p. 727 (Στεῖρα: Ἐπὶ πλοίου εἴρηται· [...] Ἢ παρὰ τὸ στῶ στείω, (ὡς σῶ σείω, καὶ θῶ θείω,) στεῖρα, ἡ τοῦ κυῆσαι στάσιν ἔχουσα); Ps.-Zonaras, Lexicon, sigma, p. 1673 (Στεῖρα. ἡ στερουμένη τοῦ τίκτειν. ἢ ἡ τοῦ κυῆσαι στάσιν ἔχουσα. παρὰ τὸ στῶ στείω. ὡς σῶ σείω. καὶ ἐκεῖθεν στεῖα καὶ στεῖρα)
Comment
Derivational etymology relying on the causative meaning of ἵστημι "to stop". Barrenness results from the interruption of the normal state: the ability to conceive comes to a halt.