σκέλλω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Σκληρός· παρὰ τὸ σκλῶ μονοσύλλαβον, ὅ ἐστιν ἀπὸ τοῦ σκέλλω.
Translation (En)
Sklēros "hard": from the monosyllabic *sklō, which is from skellō "to dry up".
Other translation(s)
Sklēros « dur » : du verbe monosyllabique *sklō, qui vient de skellō « faire sécher ».
Parallels
Choeroboscus, Epimerismi in Psalmos, vol. 3, p. 125 (σκληρός, παρὰ τὸ σκέλω τὸ ξηραίνω, σκεληρὸς καὶ σκληρός); Etym. Gudianum, sigma, p. 503 (Σκέλω, σημαίνει τὸ ξηραίνω· μὴ πρὶν μένος ἠελίοιο σκήλη· καὶ σκέλετ’ ἀποξηραμμένος· καὶ εἰς τὸ σκληρός); Eustathius, Comm. Il. vol. 4, p. 710 (δῆλον δὲ ὅτι τὸ σκαλλόμενον λύεται τῆς συνεχείας καί πως ἀπ’ ἐναντίας ἔχει πρὸς τὸ σκέλλειν, ἐξ οὗ καὶ ὁ σκληρός, σκεληρός τις ὢν καὶ σκληρὸς κατὰ συγκοπήν. ὁμοίως δῆλον καὶ ὅτι τὸ σκέλλω συγκοπὲν ποιεῖ ἄρρητον θέμα τὸ σκλῶ, ἐξ οὗ τὸ κατεσκληκέναι); Eustathius, Comm. Od. vol. 1, p. 21 (Ὅτι τὸ, ἀσκελὲς αἰὲν κεχόλωται, ἢ ἀντὶ τοῦ πάνυ σκληρὸν ἀπὸ τοῦ σκέλλω τὸ ξηραίνω ἐξ οὗ καὶ τὸ σκέλον καὶ ὁ κατεσκληκὼς, καὶ ὁ σκελετός); Etym. Magnum, Kallierges, p. 718 (Σκληρός: Παρὰ τὸ σκλῶ μονοσύλλαβον, ὅ ἐστιν ἀπὸ τοῦ σκέλλω); Ps.-Zonaras, Lexicon, sigma, p. 1652 (Σκληρός. παρὰ τὸ σκλῶ μονοσύλλαβον, ὅπερ ἀπὸ τοῦ σκέλλω, τὸ ξηραίνω)
Comment
Correct derivational etymology. What is dry is usually hard, therefore the semantic connection was easy. The lemma is the consequence of the etymon.