σκέλλω

Validation

No

Last modification

Mon, 04/10/2023 - 21:39

Word-form

σκληρός

Transliteration (Word)

sklēros

English translation (word)

hard

Transliteration (Etymon)

skellō

English translation (etymon)

to dry up

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. *174

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, sigma, p. 147

Ed.

F.W. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig: Weigel, 1820 (repr. Hildesheim: Olms, 1973): 1-172

Quotation

Σκληρός· παρὰ τὸ σκλῶ μονοσύλλαβον, ὅ ἐστιν ἀπὸ τοῦ σκέλλω.

Translation (En)

Sklēros "hard": from the monosyllabic *sklō, which is from skellō "to dry up".

Other translation(s)

Sklēros « dur » : du verbe monosyllabique *sklō, qui vient de skellō « faire sécher ».

Comment

Correct derivational etymology. What is dry is usually hard, therefore the semantic connection was easy. The lemma is the consequence of the etymon.

Parallels

Choeroboscus, Epimerismi in Psalmos, vol. 3, p. 125 (σκληρός, παρὰ τὸ σκέλω τὸ ξηραίνω, σκεληρὸς καὶ σκληρός); Etym. Gudianum, sigma, p. 503 (Σκέλω, σημαίνει τὸ ξηραίνω· μὴ πρὶν μένος ἠελίοιο σκήλη· καὶ σκέλετ’ ἀποξηραμμένος· καὶ εἰς τὸ σκληρός); Eustathius, Comm. Il. vol. 4, p. 710 (δῆλον δὲ ὅτι τὸ σκαλλόμενον λύεται τῆς συνεχείας καί πως ἀπ’ ἐναντίας ἔχει πρὸς τὸ σκέλλειν, ἐξ οὗ καὶ ὁ σκληρός, σκεληρός τις ὢν καὶ σκληρὸς κατὰ συγκοπήν. ὁμοίως δῆλον καὶ ὅτι τὸ σκέλλω συγκοπὲν ποιεῖ ἄρρητον θέμα τὸ σκλῶ, ἐξ οὗ τὸ κατεσκληκέναι); Eustathius, Comm. Od. vol. 1, p. 21 (Ὅτι τὸ, ἀσκελὲς αἰὲν κεχόλωται, ἢ ἀντὶ τοῦ πάνυ σκληρὸν ἀπὸ τοῦ σκέλλω τὸ ξηραίνω ἐξ οὗ καὶ τὸ σκέλον καὶ ὁ κατεσκληκὼς, καὶ ὁ σκελετός); Etym. Magnum, Kallierges, p. 718 (Σκληρός: Παρὰ τὸ σκλῶ μονοσύλλαβον, ὅ ἐστιν ἀπὸ τοῦ σκέλλω); Ps.-Zonaras, Lexicon, sigma, p. 1652 (Σκληρός. παρὰ τὸ σκλῶ μονοσύλλαβον, ὅπερ ἀπὸ τοῦ σκέλλω, τὸ ξηραίνω)

Modern etymology

Σκληρός is indeed derived from the root found in σκέλλομαι "to dry up", σκελετός "mummy, skeleton", περισκελής "very hard". Root *skelh1- with cognates in Germanic (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

Yes

Entry By

Eva Ferrer