προΐημι
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Πραπίδες· φρῶ ἐστι ῥῆμα κατὰ συναλιφὴν γενόμενον τοῦ προϊῶ. ἀπὸ δὲ τοῦ προϊῶ πρῶ καὶ φρῶ κατὰ μετάθεσιν τοῦ π εἰς φ, ἔνθεν καὶ φρήν. ἄλλο ἀπ’ αὐτοῦ παράγωγον φραπίς, ὡς λέπω λεπίς. οὐδὲν γὰρ εἰς ις μονοσύλλαβον ἐν μόνῳ θηλυκῷ γένει συνεσταλμένον· τὸ γὰρ ἲς καὶ ἲν εὐθεῖαν ἔχει εἰς σ <καὶ> ν καὶ ἐκτέταται. φρῶ οὖν φραπὶς καὶ πραπίς, ἀφ’ ἧς προΐεται τὰ βουλεύματα. οὕτω Φιλόξενος.
Translation (En)
Prapides "mind": *phrō is a verb which is made from *proïō "to send forward" by contraction. From *proïō comes *prō, then *phrō by change of [p] into [ph], from which comes phrēn "mind" as well. Another word derived from it is *phrapis, as from lepō "to peel" lepis "layer". Indeed, no monosyllabic word in -is is only shortened in the feminine gender. Because is "strength" and in "sinew" have a nominative in -s and in -n and are lengthened. Thus *phrō *phrapis and *prapis, from which thoughts come. That is what Philoxenus says.
Other translation(s)
Prapides « intelligence »: *phrō est un verbe qui vient de *proïō « envoyer en avant » par contraction. De *proïō vient *prō, puis *phrō par changement de [p] en [ph], d’où vient aussi phrēn « esprit ». Un autre dérivé de celui-ci est *phrapis, de même que lepis « enveloppe » est dérivé de lepō « peler ». En effet, aucun mot monosyllabique en -is n’est abrégé uniquement au genre féminin. Car is « force » et in « tendon » ont un nominatif en -s et en -n et sont allongés. [On a] donc *phrō, *phrapis et *prapis, duquel proviennent les pensées. Voilà ce qu’écrit Philoxène.
Parallels
Epimerismi Homerici Il. 1.608 (πραπίδεσσι: ἔστι δοτικὴ τῶν πληθυντικῶν· ἡ εὐθεῖα πραπίς, ἡ γενικὴ πραπίδος. | γέγονε δὲ παρὰ τὸ φρῶ, τὸ προϊῶ, φραπίς, ὡς λέπω λεπίς, κόπτω κοπίς, τροπῇ τοῦ φ εἰς π πραπίς, ἀφ’ ἧς προΐεται τὰ βουλεύματα· οὕτως Φιλόξενος (fr. 162 b Th.). ἐντεῦθεν γέγονε καὶ τὸ φρήν· ἀπὸ τοῦ προϊῶ καὶ κατὰ συγκοπὴν πρῶ καὶ τροπῇ τοῦ π εἰς φ φρῶ καὶ ἐξ αὐτοῦ φρήν); Etym. Magnum, Kallierges, p. 686 (Πραπίδεσσι: Φρεσὶ, διανοίαις. Ἱῶ, τὸ πέμπω· ἐν συνθέσει προϊῶ· συγκοπῇ, πρῶ, καὶ φρῶ. Ἐκ τούτου φραπὶς καὶ πραπὶς, ἀφ’ ἧς προΐενται τὰ βουλεύματα· ἡ εὐθεῖα τῶν πληθυντικῶν, πραπίδες· καὶ κατὰ ἐπέκτασιν τῆς ΣΙ συλλαβῆς, πραπίδεσσι); Ps.-Zonaras, Lexicon, pi, p. 1576 (Πραπίδες. φρένες, διάνοιαι, φρονήσεις. ἔστι ῥῆμα ἱῶ, τὸ πέμπω, ὅπερ ἐν συνθέσει γίνεται προϊῶ, κατὰ συγκοπὴν πρῶ καὶ φρῶ. ἐκ τούτου γίνεται φραπὶς καὶ πραπίς. ὡς λέπω, λεπίς. ἀφ’ ἧς προΐενται τὰ βουλεύματα); Scholia et glossae in Oppiani Halieutica, Book 1, scholion 682 (ἢ ἀπὸ τοῦ πρέπω πρεπὶς, καὶ πραπὶς, ἡ ἐπιπρέπουσα ἀνθρώπῳ φρόνησις· ἢ ἀπὸ τοῦ προϊῶ κατὰ συγκοπὴν πρῶ, καὶ ἐξ αὐτοῦ πραπὶς, ἐξ ἧς τὰ βουλεύματα προΐασιν)
Comment
Derivational etymology connecting the word with φρήν (indeed in Homer φρήν and πραπίδες both mean "midriff" and "mind" and appear in the same phrases), and assuming that the two words are derivatives of the same verb *φρῶ, monosyllabic form matching προΐημι. This exemplifies the transfer of etymology between two synonyms. It involves one formal change, the de-aspiration of *φραπίς.