νη- + κτείνω

Validation

No

Last modification

Thu, 04/06/2023 - 19:22

Word-form

νέκταρ

Transliteration (Word)

nektar

English translation (word)

nectar

Transliteration (Etymon)

nē- + kteinō

English translation (etymon)

not + to kill

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. *151

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

[Etymologicum Genuinum AB]

Ref.

fr. *151

Ed.

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Quotation

Nέκταρ· ... τινὲς δὲ ἐπὶ τοῦ θείου πόματος. παρὰ τὸ νε στερητικὸν καὶ τὸ κτῶ γέγονε νέκταρ, οἱονεὶ τὸ στερεῖσθαι ποιοῦν τοῦ κτάσθαι καὶ φονεύεσθαι τοὺς πίνοντας αὐτό, ἀφ’ οὗ δηλοῦσθαι τὸ ἀθάνατον, οἷον τὸ μὴ κτεινομένοις διδόμενον.

Translation (En)

Nektar "nectar": ...others says it relates to the godly beverage. Nektar comes from the privative ne- and from ktō "to kill", that is to say that from the very fact that those who drink it can’t be killed (ktasthai) and murdered, it reveals what is immortal, as the drink of those who are not killed (mē kteinomenois).

Other translation(s)

Nektar « nectar » : ...d’autres disent que cela se rapporte à la boisson divine. Nektar vient du privatif ne- et de ktō « tuer », c’est-à-dire qu’à partir du fait même que ceux qui la boivent sont exempts d’être tués (ktasthai) et assassinés, elle révèle ce qui est immortel, comme la boisson de ceux qui ne sont pas tués (mē kteinomenois).

Comment

Compositional etymology relying on the fact that nectar and ambrosia are what the gods drink and eat. Since ambrosia is morphologically transparent, meaning "immortality", nectar was etymologized after the same pattern, implying a privative element (here νη- under the assumed shortened variant νε-) and a second member meaning "to die" or "to kill", here the root of κτείνω. This is an instance of etymology drawn from the etymology of a closely associated word (in some cases, a synonym, here, the two components of a pair). For the assumed shortening of νη- > νε-, see the parallel shortening of μή > με- in the etymology of μέλας / μή + λάω1, μέλεος / μή + λῶ.

Parallels

Orion, Etymologicum, nu, p. 107 (Νέκταρ. τὸ συνέχον αὐτὸ ἐν νεότητι, οἷον νεόεκταρ. διόπερ ὃ βῆ αὐτὸ κιρνᾷ· οἱ δὲ παρὰ τὸ στέρεσθαι τοῦ κτᾶσθαι καὶ φονεύεσθαι τοὺς πίνοντας, οἷον τοῦ θανεῖν· ἀφ’ οὗ τὸ ἀθάνατον δηλοῦσθαι); Asclepius, In Aristotelis metaphysicorum libros A-Z commentaria, p. 196 (τούτου χάριν διὰ τοῦ νέκταρος τὴν κατὰ τὴν πρόοδον τοῦ θεοῦ ἐνέργειαν ἐδήλουν (διὰ τοῦ νη τοῦ στερητικοῦ καὶ τοῦ κτείνειν ἄνευ τοῦ κτείνειν), εἴ γε ζωοποιός ἐστιν ἡ τοῦ θεοῦ ἐνέργεια); Photius, Bibliotheca, p. 530b (Καὶ νέκταρ, οὗ μή ἐστι δυνατὸν τοῖς θνητοῖς, τουτέστι τοῖς κτεινομένοις μετασχεῖν· ἔστι γὰρ κτὰρ ῥηματικὸν ὄνομα, ἀπὸ τοῦ ῥήματος παρηγμένον τοῦ κτῶ τοῦ δηλοῦντος τὸ κτείνω); Lexicon αἱμωδεῖν, kappa 152 (ὅτι δὲ ἡ νε στέρησίς ἐστι, δῆλον· κτῶ, τὸ φονεύω· ὁπ<π>ότε κεν τούτοις κτέωμεν (χ 216)· κτῶ κτάρ νέκταρ, τὸ μὴ τῶν κτεινομένων, οἷον τὸ μὴ διδόμενον θνητοῖς); ibid., nu 20 (νεκταρέου (Γ 385): ἐκ τοῦ νέκταρ νέκταρος τὸ κτητικὸν νεκτάρειος. τὸ νέκταρ παρὰ τὸ κτῶ, τὸ φονεύω καὶ ἀναιρῶ, μετὰ τοῦ νε στερητικοῦ· τὸ μὴ τοῖς κτεινομένοις ἀλλὰ τοῖς ἀθανάτοις διδόμενον); Etym. Gudianum, nu, p. 405 (Νεκταρέου, ἐκ τοῦ νέκταρ, νέκταρον, νέκταρος τὸ κτητικὸν νεκτάρεος· τὸ δὲ νέκταρ παρὰ τὸ κτῶ τὸ φονεύω καὶ ἀναιρῶ, μετὰ τοῦ νε στερητικοῦ τὸ μὴ κτεινόμενον, ἀλλὰ τοῖς ἀθανατοῖς διδόμενον); ibid., nu, p. 405 (Νέκταρ, παρὰ τὸ κτῶ, τὸ σημαῖνον τὸ κτείνω γίνεται κτὰρ, καὶ μετὰ τῆς νε στερήσεως νέκταρ τὸ θεῖον πόμα, ὅπερ τοῖς κτεινομένοις καὶ θνητοῖς οὐ δίδοται./Νέκταρ, τὸ συνέχον τοὺς πίνοντας αὐτὸ ἐν νεότητι, οἷον, νεοέκταρ· διόπερ ἡ Ἥβη αὐτὸ κιρνᾶ. οἱ δὲ παρὰ τὸ στερεῖσθαι τοῦ κτᾶσθαι καὶ φονεύεσθαι τοὺς πίνοντας· ἀφ’ οὗ τὸ ἀθάνατον δηλοῦσθαι, τὸ μὴ τοῖς κτεινομένοις διδόμενον); Eustathius, Comm. Il. vol. 1, p. 247 (ἐτυμολογεῖται δὲ τὸ μὲν νέκταρ ἀπὸ τοῦ κτῶ τὸ κτῶμαι καὶ τοῦ νε στερητικοῦ, οἱονεὶ τὸ ἄκτητον, ὃ οὐδενὸς θνητοῦ γίνεται κτέαρ ἤτοι κτῆμα); Etym. Magnum, Kallierges, p. 600 (Νέκταρ: Νέκταρ ἐῳνοχόει [...] Τινὲς δὲ ἐπὶ τοῦ θείου πόματος· παρὰ τὸ ΝΕ στερητικὸν καὶ τὸ κτῶ, τὸ φονεύω καὶ ἀναιρῶ, γίνεται, οἱονεὶ τὸ στεροῦν τοῦ κτᾶσθαι καὶ φονεύεσθαι τοὺς πίνοντας αὐτό· ἀφ’ οὗ δηλοῖ τὸ ἀθάνατον, οἷον τὸ μὴ κτεινομένοις ἀλλὰ τοῖς ἀθανάτοις διδόμενον. Κλίνεται νέκταρος· καὶ τὸ κτητικὸν, νεκτάρειος· ὁ νεκτάρεος, τοῦ νεκταρέου, τουτέστι θείου, θαυμαστοῦ, ἀκηράτου); Joannes Tzetzes, Chiliades 10, §351 (Νέκταρ δὲ πόσιν τῶν θεῶν πάλιν φασὶν οἱ μῦθοι, παρὰ τὸ νη στερητικὸν καὶ κτῶ δε τὸ φονεύω, νέκταρ ὀνομαζόμενον πόσις μὴ κτεινομένων.); idem, Exegesis in Homeri Iliadem 1. 596 (νέκταρ· παρὰ τὸ νη στερητικὸν μόριον καὶ τὸ κτῶ τὸ κτείνω καὶ φονεύω ἤγουν τὸ ἀθανατικόν)

Modern etymology

Probably a compound meaning "overcoming death" *nek-tr̥h2-, which is semantically not far from Philoxenus' etymology (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

Yes, as a learned word

Entry By

Eva Ferrer