*μάω

Validation

No

Last modification

Tue, 04/04/2023 - 21:59

Word-form

μαστός

Transliteration (Word)

mastos

English translation (word)

breast

Transliteration (Etymon)

*maō

English translation (etymon)

to be very eager

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. *146

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, mu, p. 101

Ed.

F.W. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig: Weigel, 1820 (repr. Hildesheim: Olms, 1973): 1-172

Quotation

Mαστός· ... ἢ παρὰ τὸ μῶ, τὸ ζητῶ, παράγωγον μάζω καὶ μαστός, ὃν ἐπιζητοῦσιν οἱ παῖδες. δύναται δὲ καὶ παρὰ τὸ αὐτὸ μάζω μᾶζα, ἡ ζητουμένη τροφή, ὡς σχίζω σχίζα.

Translation (En)

Mastos "breast": ...or from *, "to seek", are derived *mazō and mastos, what children are seeking. It is also possible that from the same *mazō be made maza "barley-cake", the food that is sought, as from skhizō "to split" skhiza "piece of wood".

Other translation(s)

Mastos « sein » : ...ou bien de *, « chercher », sont dérivés *mazō et mastos, ce que recherchent les enfants. Il est également possible qu’à partir du même *mazō soit fait maza « pain d’orge », la nourriture qu’on cherche, comme à partir de skhizō « fendre » skhiza « morceau de bois ».

Comment

Derivational etymology. The lemma is assumed to be a passive derivative of the etymon "that which is sought". This same etymology is used both for food (see μάσταξ / μάω, and in this fragment the fact it is used for μάζα) and for the source of food, the breast.

Parallels

Philoxenus, fr. *145 (μαστεύω· ... μῶ, ὁ μέλλων μάσω, μέμακα μαστὸς καὶ μασθός· ὁ ζητητικὸς τοῖς παισί.); Ibid. fr. 641** (ἄπαστος· [...] πῶ οὖν, παράγωγον πατῶ, ὡς μῶ, τὸ ζητῶ, ματῶ, ὅθεν καὶ μαστός); bT Schol. Il. 4.190 (ἐπιμάσσεται: παρὰ τὸ μῶ μαίω μάω, ὡς νῶ ναίω νάω· ἀφ’ οὗ καὶ ὁ μαστὸς καὶ ἡ μάσταξ.); Leo the physician, Epitome on the nature of man, §1 (πόθεν μαστοί; παρὰ τὸ μασητοί, ἀφ’ ἧς καὶ τὸ μάσημα. πόθεν μαῖα; παρὰ τὸ μῶ τὸ ζητῶ, ἐκ τῆς τῶν γυναικῶν γαστρὸς ζητοῦσα τὸ βρέφος); Etym. Genuinum, alpha 959 (Ἄπαστος Τ 346· ὁ ἄγευστος· [...] πῶ οὖν, παράγωγον πατῶ, ὡς μῶ, τὸ ζητῶ, ματῶ, ὅθεν μαστός); Etym. Gudianum, mu, p. 381 (Μαστοὶ, [...] ἢ παρὰ τὸ μῶ τὸ ζητῶ, παράγωγον μάζω καὶ μαστὸς, ὃν ἐπιζητοῦσι οἱ παῖδες); ibid., mu, p. 400 (Μῶ, εἰς τὸ μεμάσσει, καὶ μάννα, καὶ μαστὸς, καὶ μέλω, καὶ μήτηρ, καὶ μισθὸς, καὶ μόσχος); Etym. Gudianum Additamenta, alpha, p. 160 (Ἄπαστος· ὁ ἄγευστος. [...] ὡς οὖν ἀπὸ τοῦ μῶ τοῦ σημαίνοντος τὸ ζητῶ γίνεται μαστός, οὕτω παρὰ τὸ πῶ παστός καὶ ἄπαστος); Etym. Magnum, Kallierges, p. 118 (Ἄπαστος: [...] Πῶ οὖν, παράγωγον πατῶ, ὡς μῶ, τὸ ζητῶ, ματῶ· ὅθεν καὶ μαστός); ibid., p. 133 (Ἀπροτίμαστος: Ἄψαυστος, ἄθικτος, ἡ μὴ ἐπιζητηθεῖσα γυνὴ, ἀλλ’ ἄθικτος διαμείνασα· [...] Ἢ παρὰ τὸ μαστεύω, τὸ ζητῶ· ὅθεν καὶ μαστός); ibid., p. 574* (Μαστός: Κυρίως μὲν ἐπὶ τῶν γυναικῶν, οἷον μασητοί· [...] ἢ παρὰ τὸ μῶ, τὸ ζητῶ, παράγωγον μάζω μαζὸς καὶ μαστὸς ὃν ἐπιζητοῦσιν οἱ παῖδες. Ἐκ δὲ τοῦ μαστὸς γίνεται μαστεύω, τὸ ζητῶ. Μῶ μάσσω (μάσω? C.) μέμακα μαστός. Ἢ ὁ μεστὸς γάλακτος); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 106 (ἄπαστος (Τ 346)· ὁ ἄγευστος—7 ἡ πρώτη γὰρ τροφὴ ἀπὸ δρυῶν. ὡς οὖν ἀπὸ τοῦ μῶ τοῦ σημαίνοντος τὸ ζητῶ γίνεται μαστός, οὕτω καὶ παρὰ τὸ πῶ παστός καὶ ἄπαστος); Ps.-Zonaras, Lexicon, alpha, p. 238 (Ἄπαστος. ἄγευστος. παρὰ τὸ ἐσθίω καὶ πόα, ἡ βοτάνη. [ὡς οὖν ἀπὸ τοῦ μῶ, τὸ ζητῶ, γίνεται μαστὸς, οὕτω καὶ παρὰ τὸ πῶ παστὸς καὶ ἄπαστος]); ibid., mu, p. 1330 (Μάζα. [...] ἢ παρὰ τὸ μῶ, τὸ ζητῶ, γίνεται παράγωγον μάζα, ἐξ οὗ καὶ μαστὸς, ὃν ζητοῦσιν οἱ παῖδες)

Modern etymology

Unknown. The variants μασθός, μαζός / μασδός suggest a loanword (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

Yes

Entry By

Eva Ferrer