*μάω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Mαιμώωσα (Ε 661)· ...δύναται <δὲ> καὶ παρὰ τὸ μῶ, διπλασιασμῷ μαιμῶ. μῶ δὲ τὸ ζητῶ. ἀπὸ τοῦ μῶ μῶμαι. ἀπὸ δὲ τοῦ μαιμῶ Ὅμηρος (Ε 670) „μαίμησε δέ οἱ φίλον ἦτορ“. παρὰ δὲ τὸ μῶ καὶ τὸ μαίω, „μαιομένη κευθμῶνας“ (ν 367), γίνεται.
Translation (En)
Maimōōsa (Il. 5.661) : ...it is also possible that from *mō be made maimō "to be very eager" by reduplication. *Mō means "to seek". From *mō mōmai. From maimō, Homer (Il. 5.670) maimēse de hoi philon ētor "his spirit rages within him". From *mō is made maiō "to seek after" as well, maiomenē keuthmōnas "searching hiding-places" (Od. 13.367).
Other translation(s)
Maimōōsa (Il. 5.661) : ...il est aussi possible qu’à partir de *mō soit fait maimō « bondir (de désir) » par redoublement. *Mō signifie « chercher ». À partir de *mō mōmai. À partir de maimō on a Homère (Il. 5.670) maimēse de hoi philon ētor « son âme bondit de fureur ». De *mō vient aussi maiō « rechercher », maiomenē keuthmōnas « cherchant des lieux cachés » (Od. 13.367).
Parallels
Lexicon αἱμωδεῖν, alpha 246 (ἀμαιμάκετον (Od. 14.311): [...] διότι καὶ παρὰ τὸ μῶ διπλασιασμῷ μαιμῶ (μῶ δὲ τὸ ζητῶ)· ἀπὸ τοῦ μαιμῶ Ὅμηρος· μαίμησε δέ οἱ φίλον ἦτορ (Il. 5.670)· παρὰ τὸ μῶ καὶ τὸ μαίω μαιομένη κευθμῶνας (Od. 13.367)); Eustathius, Comm. Il. vol. 2, p. 385 (Τοῦ δὲ μέμασαν θέμα οὐ τὸ μαιμῶ, οὗ ὁ μέλλων μαιμήσω, ἀλλὰ τὸ μῶ, τὸ πρωτότυπον τοῦ μαιμῶ.); Etym. Magnum, Kallierges p. 574* (Μαιμῶ: Τὸ προθυμοῦμαι. Ἔστι μῶ, τὸ προθυμῶ, διπλασιασμῷ μαμῶ καὶ μαιμῶ· ἐκ δὲ τοῦ μῶ μαίω, τὸ ζητῶ, οἷον, μαιομένη κευθμῶνα. (Od. 13.367)); Geneva Schol. Il. 16, v. 1 ([μαιμώων] παρὰ τὸ μῶ τὸ ζητῶ); Schol. Od. ε 375b Pontani (μεμαώς] “μῶ” τὸ προθυμῶ καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν “μαμῶ” καὶ προσθήκῃ τοῦ ι “μαιμῶ”. τὸ δὲ “μεμαὼς” οὕτως· “μῶ”, ὁ μέλλων “μάσω”, ὁ παρακείμενος “μέμακα”, ὁ μέσος “μέμαα”, ἡ μετοχὴ “ὁ μεμαώς”); Ps.-Zonaras, Lexicon, nu, p. 1338 (Μαιμάσσει. σφύζει. προθυμεῖται. καὶ μαιμῶ, τὸ προθυμοῦμαι. ἔστι μῶ τὸ προθυμοῦμαι καὶ διπλασιασμῷ μαμῶ καὶ μαιμῶ. ἐκ δὲ τοῦ †μῶ γίνεται† μαίω, τὸ ζητῶ. οἷον· μαιομένη κευθμῶνα—.)
Comment
Derivational etymology correctly identifying the verb as a reduplicated form. The meaning "to be eager to" is derived from "to seek", the etymon and the lemma being synonymous.