κεῖμαι
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Kῴδιον· ... τὸ δὲ κῴδιον (σημαίνει δὲ τὸ τῶν προβάτων δέρμα) παρὰ τὸ ἐπ’ αὐτῷ κοιμᾶσθαι. παρὰ τὸ κῶ τὸ σημαῖνον τὸ κοιμῶμαι, ἀφ’ οὗ καὶ κείω καὶ κῶμα, ὁ ὕπνος, ὡς Ἡσίοδος (Th. 798)· „κακὸν δ’ ἐπὶ κῶμα καλύπτει“ καὶ κῶς ῥηματικὸν ὄνομα· Νικοχάρης Λημνίαις (fr. 12 K.), οἷον „ἐπλέομεν, ὦ κόρη, ἐπὶ κῶς“. τοῦτο δὲ τὸ κῶς γίνεται καὶ κῶας κατὰ πλεονασμόν, ὥσπερ ὦς ὠτὸς ὦας· οἱ γὰρ Ἀττικοὶ οὖς φασιν, οἱ δὲ ποιηταὶ ὦας. καὶ ἐπειδὴ τοῦ κῶας κώατος ἡ τελευταία συλλαβὴ τῆς γενικῆς τοῦ πρωτοτύπου ἀπὸ φωνήεντος ἄρχεται, γίνεται διὰ τοῦ ιδιον ἡ παραγωγὴ κωατίδιον καὶ συγκοπῇ τοῦ α καὶ τ κωΐδιον καὶ συναιρέσει κῴδιον.
Translation (En)
Kōidion: ...kōidion (meaning sheepskin) derives from lying down (koimasthai) on it. From *kō which means "to lie down" (koimōmai), from which are made keiō "to go to bed" and kōma, "slumber", as in Hesiod (Th. 798) : "kakon d’ epi kōma kaluptei" ("a heavy slumber overshadows him") as well as a monosyllabic noun kōs, as in Nikokharēs’ Lēmniai (fr. 12 K.) : "epleomen, ō korē, epi kōs" ("we were sailing, young girl, to Cos"). This kōs yields kōas "fleece" by adding a letter, as ōs, ōtos "ear" yields ōas. Athenians say ous, poets say ōas. And since the last syllable of the root of the genitive of kōas kōatos starts with a vowel, it yields *kōatidion by adding -idion, kōidion by syncopation of a and t and kōidion by contraction.
Other translation(s)
Kōidion : ... kōidion (désigne la peau de brebis) vient du fait de se coucher sur celle-ci (koimasthai). De *kō qui signifie « se coucher » (koimōmai), duquel viennent aussi keiō « avoir envie de se coucher » et kōma, « le sommeil », comme chez Hésiode (Th. 798) : « kakon d’ epi kōma kaluptei » (« un affreux sommeil l’enveloppe ») et un nom déverbal kōs, comme dans les Lemniennes de Nikokharès (fr. 12 K.) : « epleomen, ō korē, epi kōs » (« nous naviguions, jeune fille, vers Cos »). Ce kōs donne aussi kōas « toison » par ajout d’une lettre, comme ōs, ōtos « oreille » donne ōas; les Attiques disent en effet ous, tandis que les poètes disent ōas. Et puisque la syllabe finale du radical du génitif de kōas kōatos commence par une voyelle, il devient *kōatidion avec l’addition de -idion et kōidion par syncope du a et du t, puis kōidion par contraction.
Parallels
Herodian, Περὶ ὀρθογραφίας, Gr. Gr. 3.2, p. 540 (κῴδιον: ἰστέον ὅτι [τὸ κῴδιον καὶ] στῴδιον εὐλόγως ἔχει τὸ ι. τὸ δὲ λαγῴδιον παραλόγως. ἔστι γὰρ στοιά στοιᾶς. καὶ ἐπειδὴ ἡ τελευταία συλλαβὴ τῆς γενικῆς τοῦ πρωτοτύπου ἀπὸ φωνήεντος ἄρχεται, ἐγένετο ἡ παραγωγὴ διὰ τοῦ διον στοίδιον ὡς γραφεῖον γραφείδιον καὶ κατὰ ἔκτασιν στῴδιον καὶ ἔχει τὸ ι. [τὸ δὲ κῴδιον σημαίνει τὸ τῶν προβάτων δέρμα παρὰ τὸ ἐπ’ αὐτῶν κοιμᾶσθαι. παρὰ τὸ κῶ τὸ κοιμῶμαι γίνεται ὄνομα ῥηματικὸν κῶς. Νικοχάρης Λημνίαις «πλέομεν ὦ κόρη ’πὶ κῶς». τοῦτο γίνεται κατὰ πλεονασμὸν κῶας ὡς ἀπὸ τοῦ ὦς ὠτός γίνεται ὦας «κῶας ἄγειν κριοῖο μεμαότα» (Apoll. Rhod. II 1198) καὶ γίνεται διὰ τοῦ ιδιον ἡ παραγωγὴ κωατίδιον καὶ συγκοπῇ τοῦ ατ γίνεται κωΐδιον καὶ συναιρέσει κῴδιον]); Etym. Gudianum, kappa, p. 356 (Κῴδιον, [...] ἢ παρὰ τὸ κῶ, τὸ σημαῖνον τὸ κοιμῶμαι, ἀφ’ οὗ καὶ κείω καὶ κῶμα ὁ ὕπνος, ὡς Ἡσίοδος, κακὸν δ’ ἐπὶ κῶμα καλύπτει· καὶ κῶς ῥηματικὸν ὄνομα. τοῦτο δὲ τὸ κῶς γίνεται καὶ κωὰς κατὰ πλεονασμὸν, ὥσπερ ὧς ὠτὸς, ὤας, οἱ γὰρ Ἀττικοὶ οὖς φασὶ, οἱ δὲ ποιηταὶ ὤας· καὶ ἐπειδὴ τοῦ κώας κώαντος ἡ τελευταῖα συλλαβὴ τοῦ πρωτοτύπου τῆς γενικῆς ἀπὸ φωνήεντος ἄρχεται, γίνεται διὰ τοῦ ιδιον ἡ παραγωγὴ, κωατίδιον καὶ συγκοπῇ τοῦ α τ κωΐδιον καὶ συναιρέσει κῴδιον); Etym. Magnum, Kallierges, p. 550 (Κώδιον: [...] Τὸ δὲ κῴδιον σημαίνει τὸ τῶν προβάτων δέρμα, παρὰ τὸ ἐπ’ αὐτῶν κοιμᾶσθαι. Παρὰ τὸ κῶ, τὸ κοιμῶμαι, γίνεται ὄνομα ῥηματικὸν, Κῶς. Νικοχάρις Λημνίαις, Πλέομεν, ὦ κόρη, ἐπὶ Κῶς. Τοῦτο γίνεται κατὰ πλεονασμὸν κῶας, ὡς ἀπὸ τοῦ ὦς ὠτὸς γίνεται ὦας· Κῶας ἄγειν κριοῖο μεμαῶτας. Κλίνεται κώατος· καὶ γίνεται διὰ τοῦ ΙΔΙΟΝ ἡ παραγωγὴ, κωατίδιον· (ζήτει εἰς τὸ ἀργυρίδιον·) καὶ συγκοπῇ τοῦ ΑΤ γίνεται κωΐδιον· καὶ συναιρέσει, κῴδιον); Ps.-Zonaras, Lexicon, kappa, p. 1276 (Κῶς. ἡ νῆσος. ἀπὸ Κῶς, θυγατρὸς Μέροπος καὶ Ἐχεμείας. ἢ παρὰ τὸ κῶ, τὸ κοιμῶμαι. ἐξ οὗ καὶ κῴδιον, τὸ τοῦ προβάτου δέρμα)
Comment
Derivational etymology. The fleece is etymologized as that on which one lies (functional etymology), therefore related to κεἰμαι, under the thematic form *κῶ. The uncontracted form κῶας is explained as derived from the contracted κῶς by addition of [a], with the usual disregard of Greek grammarians for diachronic relationships.