κεράννυμι
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Kρωσσόν· παρὰ τὸ κρῶ, τὸ ἐπιχέω, γενόμενον ἀπὸ τοῦ †χέω† κερῶ κατὰ συγκοπήν. σημαίνει δὲ ὑδρίαν ἤ τι ἄγγος εἰς τὸ ἐπιχεῖν ὕδωρ.
Translation (En)
Krōsson "jug": from *krō, "to pour", made from *kerō †"to pour"†by syncopation. It means "water-pot" or any kind of vessel designed for pouring water.
Other translation(s)
Krōsson "pichet" : de *krō, « verser », fait à partir de kerō †« verser »† par syncope. Il signifie « pot d’eau » ou bien n’importe quel vase conçu pour verser de l’eau.
Parallels
Eustathius, Comm. Il. vol. 2, p. 193 (Ὁ μέντοι παρὰ Σοφοκλεῖ κρωσσός, ὅ ἐστι κρατήρ, γενόμενος, φασί, παρὰ τὸ κερῶ, καὶ ἐν συγκοπῇ κρῶ, τὸ σταλάσσω καὶ ἐπιχέω, καὶ οἱ παρὰ Λυκόφρονι δὲ καὶ ἑτέροις κρωσσοί, ἀγγεῖα ἐκεῖνα δεξιὰ ὑδρεύεσθαι, λάγυνοι ἴσως ἢ ξέσται καὶ τοιαῦτά τινα, τῷ ω μεγάλῳ παραλήγεται); Etym. Magnum, Kallierges, p. 541 (Κρωσσός: Ὑδρία, ἤ τι ἄλλο ἄγγος εἰς τὸ ἐπιχεῖν ὕδωρ· παρὰ τὸ κρῶ, τὸ ἐπιχέω· τοῦτο ἐκ τοῦ κερῶ· ὅθεν κέρασεν); Ps.-Zonaras, Lexicon, kappa, p. 1250 (Κροσσός. τὸ κράσπεδον. κρωσσὸς δὲ, ἡ ὑδρία ἤ τι ἄγγος ἄλλο εἰς τὸ ἐπιχέαι ὕδωρ, μέγα. παρὰ τὸ κρῶ, τὸ ἐπιχέω. τοῦτο γέγονε παρὰ τὸ κερῶ, κατὰ συγκοπὴν κρῶ)
Comment
Derivational etymology. The etymon is a monosyllabic verb derived by syncope from κεράω, thematic counterpart of κεράννυμι. The jug or pitcher is made to pour rather than to mix, which may explain the corrupt text with χέω.