βιβρώσκω

Validation

No

Last modification

Fri, 03/17/2023 - 17:52

Word-form

βρῶσις

Transliteration (Word)

brōsis

English translation (word)

food

Transliteration (Etymon)

bibrōskō

English translation (etymon)

to devour

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. *74

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Etymologicum Genuinum

Ref.

beta 286

Ed.

F. Lasserre and N. Livadaras, Etymologicum magnum genuinum. Symeonis etymologicum una cum magna grammatica. Etymologicum magnum auctum, vol. 1, Rome: Ateneo, 1976

Quotation

Bρῶσις· ἡ τροφή. παρὰ τὸν βρώσω μέλλοντα γίνεται βρῶσις, ὡς λέξω λέξις.

Translation (En)

Brōsis "food". From the future brōsō "I will devour" is made brōsis, as from lexō "I will say" lexis "speech".

Other translation(s)

Brōsis : la nourriture. Brōsis vient du futur brōsō « je dévorerai », comme lexis « parole » de lexō « je parlerai ».

Comment

Correct derivational etymology, taking as its starting point the future form, which provides the [s]. The latter point is incorrect from a modern perspective but the basic etymology deriving βρῶσις from βιβρώσκω is.

Parallels

Philoxenus, fr. *72 (βρῶμα· παρὰ τὸν βρώσω μέλλοντα γίνεται βρῶμα καὶ βρῶσις καὶ βρώμη, ὡς κωλύσω κωλύμη καὶ φιλήσω φιλήμη. σημαίνει δὲ τὴν βρῶσιν, οἷον „μνησόμεθα βρώμης“ (κ 177)); Etym. Genuinum (Βρῶμα (*Philox. fr. 72)· παρὰ τὸν βρώσω μέλλοντα γίνεται βρῶμα καὶ βρῶσις καὶ βρώμη (*Philox. fr. 73), ὡς κωλύσω κωλύμη καὶ φιλήσω φιλήμη, σημαίνει δὲ τὴν βρῶσιν, οἷον κ 177 μνησόμεθα βρώμης); Epimerismi Homerici Il. 1 1a1 (τὸ δὲ βρώθω ἀπὸ τοῦ βρῶ, ἐξ οὗ καὶ βρῶσις καὶ βρωτύς (Τ 205, σ 407)· οὕτως οὖν καὶ ἀπὸ τοῦ μέμονα, μενοινῶ, ὡς εἴρηται. Ps Oa); Etym. Gudianum, beta, p. 290 (Βρῶσις· παρὰ τὸ βρῶ, τὸ ἐσθίω, οὗ ὁ μέλλων βρώσω.); Etym. Magnum, Kallierges, p. 216 (Βρῶσις: Παρὰ τὸν βρώσω μέλλοντα γίνεται βρῶσις, ἡ τροφὴ, ὡς λέξω, λέξις· καὶ βρώμη, ὡς κωλύσω, κωλύμη· καὶ φιλήσω, φιλήμη. Σημαίνει δὲ τὴν βρῶσιν· οἷον, μνησώμεθα βρώμης); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 512 (βρῶμα (*Philox. Fr. 72)· <παρὰ τὸ βρώσω βέβρωμαι βρῶμα· ἢ> παρὰ τὸν βρώσω μέλλοντα γίνεται βρῶμα καὶ βρῶσις καὶ βρώμη, ὡς κωλύσω κωλύμη <καὶ> φιλήσω φιλήμη. σημαίνει δὲ τὴν βρῶσιν, οἷον (κ 177)· μνησόμεθα βρώμης)

Modern etymology

Derivative of βιβρώσκω, PIE gwerh3- "to devour", cognate with Lat. vorare "idem" (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

MG still has the learned word βρώση

Entry By

Eva Ferrer