βιβρώσκω

Validation

No

Last modification

Fri, 03/17/2023 - 16:53

Word-form

βρῶμα

Transliteration (Word)

brōma

English translation (word)

food

Transliteration (Etymon)

bibrōskō

English translation (etymon)

to devour

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. *72

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, beta, p. 37

Ed.

F.W. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig: Weigel, 1820 (repr. Hildesheim: Olms, 1973): 1-172

Quotation

Bρῶμα· ἀπὸ τοῦ βρῶ, ὁ μέλλων βρώσω, βρῶμα καὶ βρωτὸς καὶ ἄβρωτος· ἡ βρῶσις

Translation (En)

Brōma "food": from *brō "to devour", future brōso, come brōma, brōtos "edible" and abrōtos "inedible"; <it means> "the food".

Other translation(s)

Brōma "nourriture" : de *brō « dévorer », brōso au futur, viennent brōma, brōtos « mangeable » et abrōtos « immangeable » ;  <il signifie> « la nourriture ».

Comment

Correct derivational etymology

Parallels

Philoxenus, fr. *73 (βρώμη· παρὰ τὸν βρώσω μέλλοντα); Etym. Genuinum, beta 285 (Βρῶμα (*Philox. fr. 72)· παρὰ τὸν βρώσω μέλλοντα γίνεται βρῶμα καὶ βρῶσις καὶ βρώμη (*Philox. fr. 73), ὡς κωλύσω κωλύμη καὶ φιλήσω φιλήμη, σημαίνει δὲ τὴν βρῶσιν, οἷον κ 177 μνησόμεθα βρώμης); Eustathius, Comm. Od., vol. 1, p. 375 (Ἐκ δὲ τοῦ βέβρωμαι ἡ βρώμη, ὡς ἐκ τοῦ τέτρωμαι ἡ τρώμη Ἰωνικῶς ἤγουν ἡ τρῶσις, καὶ ἐκ τοῦ ἔῤῥωμαι, ἡ ῥώμη. τὸ δὲ ὅλον εἰπεῖν τριῶν τούτων τοῦ, βέβρωμαι βέβρωσαι βέβρωται, ἐκ τοῦ πρώτου μὲν ἡ βρώμη καὶ τὸ βρῶμα, ἐκ τοῦ δευτέρου δὲ ἡ βρῶσις. οἷον. δότ’ ἀμφίπολοι βρῶσίν τε πόσιν τε. καὶ ἐνταῦθα δὲ, ὄφρα ἐν νηὶ βρῶσίς τε πόσις τε. ἔκ τε τοῦ τρίτου τὸ βρωτὸν καὶ ἡ βρωτύς); Etym. Magnum, Kallierges, p. 216 (Βρῶσις: Παρὰ τὸν βρώσω μέλλοντα γίνεται βρῶσις, ἡ τροφὴ, ὡς λέξω, λέξις· καὶ βρώμη, ὡς κωλύσω, κωλύμη· καὶ φιλήσω, φιλήμη. Σημαίνει δὲ τὴν βρῶσιν· οἷον, μνησώμεθα βρώμης. Καὶ βρῶμα, παρὰ τὸν βρώσω μέλλοντα· βρῶ γὰρ, τὸ ἐσθίω, ἐνεστώς); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 512 (βρῶμα (*Philox. Fr. 72)· <παρὰ τὸ βρώσω βέβρωμαι βρῶμα· ἢ> παρὰ τὸν βρώσω μέλλοντα γίνεται βρῶμα καὶ βρῶσις καὶ βρώμη, ὡς κωλύσω κωλύμη <καὶ> φιλήσω φιλήμη. σημαίνει δὲ τὴν βρῶσιν, οἷον (κ 177)· μνησόμεθα βρώμης)

Modern etymology

Derivative of βιβρώσκω, PIE gwerh3- "to devour", cognate with Lat. vorare "idem" (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Eva Ferrer