βόσκω

Validation

No

Last modification

Thu, 03/16/2023 - 21:32

Word-form

βοτήρ

Transliteration (Word)

botēr

English translation (word)

herdsman

Transliteration (Etymon)

boskō

English translation (etymon)

to feed

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. *69

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Etymologicum Genuinum

Ref.

beta 190

Ed.

F. Lasserre and N. Livadaras, Etymologicum magnum genuinum. Symeonis etymologicum una cum magna grammatica. Etymologicum magnum auctum, vol. 1, Rome: Ateneo, 1976

Quotation

Bοτήρ· ... εἴρηται παρὰ τὸ βῶ, τὸ τρέφω, ὁ μέλλων βόσω, βοτήρ· καὶ ἀπὸ τοῦ βοτὴρ βότειρα, ὡς σωτὴρ σώτειρα καὶ Δημήτηρ Δημήτειρα, καὶ βότης, ὅπερ καὶ βούτης λέγεται κατὰ πλεονασμὸν τοῦ υ, τὸ αὐτὸ δηλοῦν· ἐξ οὗ καὶ βόσις, ἡ τροφή, καὶ συβώσιον κατ’ ἔκτασιν τοῦ ο εἰς ω.

Translation (En)

Botēr "herdsman": ...it is said that from * "to feed", future bosō, comes botēr; and from botēr comes boteira "herdswoman", as from sōtēr "deliverer (m.)" comes sōteira "deliverer (f.)" and from Dēmētēr "Demeter" Dēmēteira, as well as botēs "herdsman", which is also said boutēs by adding [u], and has the same meaning ; from there come bosis, "the food", and subōsion "herd of swine" by lengthening [o] into [ō].

Other translation(s)

Botēr « berger » : ...on dit que botēr vient de * « nourrir », bosō au futur; et à partir de botēr on fait boteira « bergère », comme sōteira « libératrice » à partir de sōtēr « libérateur » et Dēmēteira à partir de Dēmētēr « Déméter », et botēs qui est aussi dit boutēs avec ajout de [u], signifie la même chose ; de là on fait aussi bosis, « la nourriture », et subōsion « troupeau de cochons » par allongement du [o] en [ō].

Comment

Derivational etymology, correct from the modern point of view

Parallels

Philoxenus, fr. *66 (βορά· παρὰ τὸ βῶ, τὸ τρέφω, οὗ ὁ μέλλων βόσω, ἀφ’ οὗ βορὸς καὶ βορὰ καὶ βοτήρ.); Ibid. fr. *70 (βοῦς· παρὰ τὸ βῶ δηλοῦν τὸ τρέφω, οὗ ὁ μέλλων βόσω καὶ βόσις, ἡ τροφή, ὡς ἀρόσω ἄροσις· ἀφ’ οὗ βοτήρ, ὡς ἀροτήρ· βοῦς οὖν τὸ ζῷον ἀπὸ τοῦ τρέφεσθαι ἡμᾶς ἐξ αὐτοῦ); Orion, Etymologicum, beta, p. 37 (Βορά, παρὰ τὸ βῶ τὸ τρέφω, οὗ μέλλων βώσω, ἀφ’ οὗ βορὸς καὶ βορὰ, καὶ βοτήρ); Lexicon αἱμωδεῖν, iota 18 (ἱπποβότοιο : [...] σύγκειται παρὰ τὸ βοτόν, ὅπερ ἀπὸ τοῦ βῶ, οὗ ὁ μέλλων βόσω καὶ ἐπενθέσει τοῦ κ βόσκω, ἐξ οὗ καὶ βόσις, καὶ ὡς παρὰ τὸ κλήσω κλήτωρ, οὕτω βόσω βοτήρ καὶ ἐκτάσει βωτήρ); ibid., pi 74 (πουλυβοτείρῃ (Γ 195): [...] γίνεται ἀπὸ τοῦ πολυβοτήρ· τοῦτο παρὰ τὸ πολύς καὶ τὸ βοτήρ· τοῦτο παρὰ τὸ<ν> βόσω μέλλοντα, οὗ ὁ ἐνεστὼς βῶ); Etym. Genuinum, beta 312 (Βώτορες Μ 302· βοσκήτορες, νομεῖς, καὶ ῥηματικὰ παρὰ τὸ βῶ βέβοται βότης καὶ βοτήρ, ὡς ἐλάτης ἐλατήρ, καὶ ἐν ἐπεκτάσει βώτωρ, ὡς Μέντης Μέντωρ); Etym. Gudianum, beta, p. 276 (Βοῦς· παρὰ τὸ βῶ δηλοῦν τὸ τρέφω, οὗ ὁ μέλλων βόσω, καὶ βόσις, ἡ τροφή, ὡς ἀρόσω ἄροσις· ἀφ’ οὗ βοτήρ ὡς ἀροτήρ); ibid., beta, p. 283 (Βοῦς· παρὰ τὸ βῶ δηλοῦν τὸ τρ⟦έφω⟧, οὗ <ὁ> μέλλων βόσω καὶ βόσις, ἡ ⟦τρο⟧φή, ⟦ὡς ἀρόσω⟧ ἄροσις· ἀφ’ οὗ ⟦βο⟧τήρ, ὡς ἀροτήρ. βοῦς οὖν τὸ ⟦ζῶον⟧ τὸ τοῦ τρέ⟦φεσθαι⟧ ἡμᾶς αἴτιον); ibid., pi, p. 474 (Πολυβοτείρη [..] γίνεται ἀπὸ τοῦ πολυβότειρον· τοῦτο παρὰ τὸ πόλυς καὶ τὸ βοτὴρ, τοῦτο παρὰ τὸν βήσω μέλλοντα, οὗ ὁ ἐνεστὼς βῶ·); Etym. Magnum, Kallierges, p. 205 (Βοτήρ: Ὁ ποιμήν. Καὶ διὰ τοῦ ο, καὶ διὰ τοῦ ω. Ὅθεν καὶ τὸ, Κτεῖν(ον) δ’ ἐπὶ μηλοβοτῆρας. Τοὺς βοσκήτορας καὶ νομέας τῶν μήλων. Παρὰ τὸ βῶ, τὸ τρέφω, βόσω, βοτὴρ, καὶ βότειρα, ὡς σωτὴρ, σώτειρα· καὶ βότης· ὅπερ καὶ βούτης λέγεται, πλεονασμῷ τοῦ υ· καὶ συβώτης καὶ συβώσιον, ἐκτάσει τοῦ ο εἰς ω); ibid., Kallierges, p 218 (Βώτορες: Βοσκήτορες, νομεῖς. Παρὰ τὸ βῶ ῥῆμα, βέβοται, βότης, καὶ βοτὴρ, ὡς ἐλάτης, ἐλατήρ· καὶ ἐπεκτάσει βώτωρ, ὡς Μέντης, Μέντωρ); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 470 (βοτήρ (Euphor. Fr. 96, 3 Powell = Fr. 120, 3 Cuenca)· παρὰ τὸ βῶ, τὸ τρέφω, ὁ μέλλων βόσω <βέβοκα βέβομαι βέβοται> βοτήρ, καὶ ἀπὸ—5 καὶ βότης, † ὥσπερ καὶ βούτης λέγεται κατὰ πλεονασμὸν τοῦ υ τὸ αὐτὸ δηλοῦν, ἐξ οὗ καὶ βόσις, ἡ τροφή, καὶ συβόσιον καὶ συβώτης κατὰ αὔξησιν τοῦ ο εἰς ω); ibid., vol. 1, p. 524 (βώτορες (Μ 302)· νομεῖς· παρὰ τὸ βῶ <βόσω> βέβοται βότης καὶ βοτήρ, ὡς † ἐλάστης ἐλαστήρ †, καὶ ἐπεκτάσει βώτωρ, ὡς Μέντης Μέντωρ); Ps.-Zonaras, Lexicon, beta, p. 413 (Βώτορες. οἱ νομεῖς. παρὰ τὸ βῶ, βέβοται, βοτὴρ καὶ βωτήρ. [ὡς ἐλάστης, ἐλαστήρ. καὶ ἐπεκτάσει βώτωρ. ὡς Μέντης Μέντωρ])

Modern etymology

Agent noun belonging with βόσκω "to feed, to tend", βόσις "fodder", βοτόν "cattle". PIE *gweh3- "to feed", cognate with Lith. gúotas "herd" (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Eva Ferrer