βαίνω

Validation

No

Last modification

Tue, 03/14/2023 - 21:47

Word-form

βάθρον

Transliteration (Word)

bathron

English translation (word)

base

Transliteration (Etymon)

bainō

English translation (etymon)

to walk

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. *59

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, beta, 37

Ed.

F.W. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig: Weigel, 1820 (repr. Hildesheim: Olms, 1973): 1-172

Quotation

Bάθρον· παρὰ τὸ βῶ, τὸ βαίνω, γίνεται παράγωγον βῆμι καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν βίβημι, ἔνθεν τὸ „ἤϊε μακρὰ βιβάς“ (Il. 7.213), βάτρον τι γίνεται ῥηματικὸν ὄνομα· καὶ τροπῇ τοῦ τ εἰς θ δι’ εὐφωνίαν βάθρον, ἐφ’ ᾧ ἐστι βαίνειν.

Translation (En)

Bathron "base": from *, "to walk", are derived *bēmi and by reduplication bibēmi "to stride", hence "ēïe makra bibas" ["he went with long strides"] (Il. 7.213). A kind of verbal noun *batron is made, and by changing /t/ into /th/ for the sake of euphony bathron, on which it is possible to walk [bainein].

Other translation(s)

Bathron « base » : sont dérivés de *, « marcher », *bēmi et avec redoublement bibēmi « aller à grands pas », d’où « ēïe makra bibas » [« il allait à grands pas »] (Il. 7.213). Une sorte de forme nominale déverbale *batron est formée, et avec un changement de /t/ en /th/ par souci d’euphonie bathron, sur lequel on peut marcher [bainein].

Comment

Derivational etymology, correct, semantically and formally straightforward. The comment shows that Philoxenus derived the suffix -θρον of instrument nouns from the other, more frequent, suffix -τρον. This implies a formal change, the plain stop /t/ becoming an aspirate /th/ for "euphonic" reasons.

Parallels

Etym. Genuinum, beta 10 (Βάθρον· τὸ θεμέλιον. καὶ † βάραθρα, ἀγάλματα. ἔστι δὲ καὶ ῥητορική. παρὰ τὸ βῶ, τὸ βαίνω, γίνεται παράγωγον βῆμι καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν βίβημι· ἐξ οὗ τὸ Η 213 μακρὰ βιβάς· ῥηματικὸν ὄνομα βάτρον καὶ βάθρον, ἐφ’ ᾧ ἐστι βαίνειν. † Ὦρος); ibid., beta 37 (Βάραθρον. [...] παρὰ τὸ βαίνω γίνεται βάτρον καὶ βάθρον καὶ κατὰ πλεονασμὸν βάραθρον καὶ Ἰακῶς βέρεθρον); Etym. Gudianum, beta, p. 257 (Βάθρον· ἐφ’ ᾧ ἔστι βαίνειν, ἢ βῆμα ἢ θεμέλιος ἢ κλίνη. λέγεται καὶ βάθρα θηλυκῶς· „ἐπὶ βάθρας“, ἐπὶ βάσεως); Etym. Magnum, Kallierges, p. 185 (Βάθρον: Τὸ θεμέλιον· καὶ βάθρα, ἀγάλματα. Ἔστι δὲ ῥηματικόν. Παρὰ τὸ βῶ, τὸ βαίνω, γίνεται παράγωγον βῆμι, καὶ βίβημι· ἐξ οὗ τὸ, Μακρὰ βιβάς. Ῥηματικὸν ὄνομα, βάτρον, καὶ βάθρον, ἐφ’ ᾧ ἐστι βαίνειν); ibid., p. 188 (βέρεθρον [...] παρὰ τὸ βαίνω, βάτρον, καὶ βάθρον, καὶ βάραθρον κατὰ πλεονασμόν· καὶ Ἰακῶς, βέρεθρον); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 384 (βάθρον· τὸ θεμέλιον· καὶ † βάραθρα, ἀγάλματα. παρὰ τὸ βῶ, τὸ βαίνω, γίνεται παράγωγον <ῥῆμα> βῆμι καὶ βίβημι, ῥηματικὸν ὄνομα βάτρον καὶ βάθρον, ἐφ’ ᾧ ἔστι βαίνειν); Ps.-Zonaras, Lexicon, beta, p. 376 (Βάραθρα. [...] παρὰ τὸ βαίνω γίνεται βάτρον καὶ βάθρον [καὶ κατὰ πλεονασμὸν βάραθρον, καὶ ἰακῶς βέρεθρον])

Modern etymology

Βάθρον is derived from the root of βαίνω. PIE *gwem- "to walk", with cognates in many languages (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

MG still has βάθρο

Entry By

Eva Ferrer