βαίνω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Bάθρον· παρὰ τὸ βῶ, τὸ βαίνω, γίνεται παράγωγον βῆμι καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν βίβημι, ἔνθεν τὸ „ἤϊε μακρὰ βιβάς“ (Il. 7.213), βάτρον τι γίνεται ῥηματικὸν ὄνομα· καὶ τροπῇ τοῦ τ εἰς θ δι’ εὐφωνίαν βάθρον, ἐφ’ ᾧ ἐστι βαίνειν.
Translation (En)
Bathron "base": from *bō, "to walk", are derived *bēmi and by reduplication bibēmi "to stride", hence "ēïe makra bibas" ["he went with long strides"] (Il. 7.213). A kind of verbal noun *batron is made, and by changing /t/ into /th/ for the sake of euphony bathron, on which it is possible to walk [bainein].
Other translation(s)
Bathron « base » : sont dérivés de *bō, « marcher », *bēmi et avec redoublement bibēmi « aller à grands pas », d’où « ēïe makra bibas » [« il allait à grands pas »] (Il. 7.213). Une sorte de forme nominale déverbale *batron est formée, et avec un changement de /t/ en /th/ par souci d’euphonie bathron, sur lequel on peut marcher [bainein].
Parallels
Etym. Genuinum, beta 10 (Βάθρον· τὸ θεμέλιον. καὶ † βάραθρα, ἀγάλματα. ἔστι δὲ καὶ ῥητορική. παρὰ τὸ βῶ, τὸ βαίνω, γίνεται παράγωγον βῆμι καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν βίβημι· ἐξ οὗ τὸ Η 213 μακρὰ βιβάς· ῥηματικὸν ὄνομα βάτρον καὶ βάθρον, ἐφ’ ᾧ ἐστι βαίνειν. † Ὦρος); ibid., beta 37 (Βάραθρον. [...] παρὰ τὸ βαίνω γίνεται βάτρον καὶ βάθρον καὶ κατὰ πλεονασμὸν βάραθρον καὶ Ἰακῶς βέρεθρον); Etym. Gudianum, beta, p. 257 (Βάθρον· ἐφ’ ᾧ ἔστι βαίνειν, ἢ βῆμα ἢ θεμέλιος ἢ κλίνη. λέγεται καὶ βάθρα θηλυκῶς· „ἐπὶ βάθρας“, ἐπὶ βάσεως); Etym. Magnum, Kallierges, p. 185 (Βάθρον: Τὸ θεμέλιον· καὶ βάθρα, ἀγάλματα. Ἔστι δὲ ῥηματικόν. Παρὰ τὸ βῶ, τὸ βαίνω, γίνεται παράγωγον βῆμι, καὶ βίβημι· ἐξ οὗ τὸ, Μακρὰ βιβάς. Ῥηματικὸν ὄνομα, βάτρον, καὶ βάθρον, ἐφ’ ᾧ ἐστι βαίνειν); ibid., p. 188 (βέρεθρον [...] παρὰ τὸ βαίνω, βάτρον, καὶ βάθρον, καὶ βάραθρον κατὰ πλεονασμόν· καὶ Ἰακῶς, βέρεθρον); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 384 (βάθρον· τὸ θεμέλιον· καὶ † βάραθρα, ἀγάλματα. παρὰ τὸ βῶ, τὸ βαίνω, γίνεται παράγωγον <ῥῆμα> βῆμι καὶ βίβημι, ῥηματικὸν ὄνομα βάτρον καὶ βάθρον, ἐφ’ ᾧ ἔστι βαίνειν); Ps.-Zonaras, Lexicon, beta, p. 376 (Βάραθρα. [...] παρὰ τὸ βαίνω γίνεται βάτρον καὶ βάθρον [καὶ κατὰ πλεονασμὸν βάραθρον, καὶ ἰακῶς βέρεθρον])
Comment
Derivational etymology, correct, semantically and formally straightforward. The comment shows that Philoxenus derived the suffix -θρον of instrument nouns from the other, more frequent, suffix -τρον. This implies a formal change, the plain stop /t/ becoming an aspirate /th/ for "euphonic" reasons.