ἀ- + σῴζω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Ἄσωτος· παρὰ τὸ σῶ, οὗ παρακείμενος σέσωσμαι, ὁ μέλλων σώσω, ὄνομα σωτὸς καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἄσωτος, ὡς πληρώσω πληρωτὸς ἀπλήρωτος.
Translation (En)
Asōtos "having no hope of safety": from sō "to save", the perfect of which is sesōsmai, the future sōsō, verbal adjective *sōtos and asōtos with the privative a-, as plērōsō "I will fill" *plērōtos aplērōtos "insatiable".
Other translation(s)
Asōtos « qui ne peut être sauvé » : dérivé de sō « sauver », dont le parfait est sesōsmai, le futur sōsō, adjectif verbal *sōtos et asōtos avec a- privatif, comme plērōsō « j’emplirai » *plērōtos aplērōtos « insatiable ».
Parallels
Etym. Genuinum, alpha 1334 (Ἄσωτος (Philox. fr. 53)· παρὰ τὸ σῴζω σώσω σωτός καὶ ἄσωτος); Etym. Gudianum, alpha, p. 223 (Ἄσωτος· παρὰ τὸ σώζω καὶ τοῦ στερητικοῦ α, ὁ ἐστερημένος τοῦ σώζεσθαι. καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀσωτία); ibid., alpha, p. 223 (Ἄσωτος· παρὰ τὸ σῶ, οὗ ὁ μέλλων σώσω, ὄνομα σωτός, καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἄσωτος, ὡς πληρώσω πληρωτός ἀπλήρωτος); Etym. Magnum, Kallierges, p. 161 (Ἄσωτος: Παρὰ τὸ σώζω, σώσω, σέσωκα, σέσωσμαι, σέσωσται, (σωστὸς) σωτὸς, καὶ ἄσωτος, ὡς γνωστὸς, γνωτός); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 274 (ἄσωτος (Philox. Fr. 53)· παρὰ τὸ σῴζω σώσω σέσωκα σέσωσμαι σέσωσται σωτός καὶ ἄσωτος.); Ps.-Zonaras, Lexicon, alpha, p. 317 (Ἄσωτος. ἀκόλαστος, ἀσελγής. παρὰ τὸ σώζω, σώσω, σέσωκα, σέσωσμαι, σέσωσται, σωτὸς καὶ ἄσωτος)
Comment
Correct etymology.