κεῖμαι

Validation

No

Last modification

Sat, 02/25/2023 - 09:03

Word-form

ἄγκη

Transliteration (Word)

ankos

English translation (word)

bend

Transliteration (Etymon)

keimai

English translation (etymon)

to lie down

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. *32

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, alpha, p. 20

Ed.

F.W. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig: Weigel, 1820 (repr. Hildesheim: Olms, 1973): 1-172

Quotation

Ἄγκη· οἱ κοῖλοι τόποι τῆς γῆς. παρὰ τὸ κέω, <ἐξ> οὗ κατὰ συναλιφὴν κῶ δηλοῦν τὸ κεῖσθαι, γέγονεν ἄγκος, [ἐν ᾧ ἐστι συνάγεσθαί τε καὶ κεῖσθαι].

Translation (En)

Ankē "vales": the sunken areas of the earth. From *keō, from which comes * meaning "to lie down" (keisthai) by contraction, was made ankos, the place where it is possible to gather together and settle.

Other translation(s)

Ankē « vallées » : les endroits creux de la terre. À partir de keō, duquel on obtient par contraction kō qui signifie « être étendu », a été formé ankos, le lieu dans lequel on peut se rassembler et s’établir.

Comment

Derivational etymology assuming the initial syllable results from the addition of extra phonemes. The valley is the place where water lies.

Parallels

Etym. Gudianum, alpha, p. 13 (Ἐς μισ<γ>άγκειαν <Δ 453>· ... παρὰ τὸ μίσγω καὶ τὸ ἄγκος, ὃ σημαίνει τὸ κοῖλον καὶ βαθύ. τὸ δὲ ἄγκος γίνεται ἐκ τοῦ κέω, ὃ σημαίνει τὸ κεῖμαι, καὶ κατὰ συναλ<ο>ιφὴν γίνεται κῶ. ἐξ αὐτοῦ ὄνομα μονοσύλλαβον γίνεται κός, καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α πλεονασμῷ τοῦ γ ἄγκος, τὸ πάνυ κοῖλον καὶ βαθύ. ἐκ τούτου ἀγκεία καὶ μισ<γ>άγκεια); ibid., epsilon, p. 537 (Ἄγκος· ὁ κοῖλος τόπος τ⸤ῆς γῆς· παρὰ τὸ κέω, <ἐξ> οὗ κατὰ συναλοιφὴν κῶ⸥ δηλοῦν τὸ κεῖσθαι· [ἄγκος οὖν ἐν ᾧ ἔστι ⸤συνάγεσθαί τι καὶ κεῖσθαι⸥]); Etym. Magnum, Kallierges, p. 10 (Ἄγκη : Tὰ τῶν ὀρῶν κοιλώματα [...] Ἢ παρὰ τὸ κέω κῶ, τὸ δηλοῦν τὸ κεῖσθαι, γέγονεν ἄγκος, [ἐν ᾧ ἐστὶ συνάγεσθαί τε καὶ κεῖσθαι]); ibid., Kallierges, p. 588 (Μισγάγκεια: Παρὰ τὸ μίσγω καὶ τὸ ἄγκος γίνεται ἄγκεια καὶ μισγάγκεια. Ἔστι δὲ τόπος κοῖλος, εἰς ὃν καταφερόμενα τὰ ὕδατα ἐκ τῶν ὀρῶν μίσγονται. Ἐκ τοῦ δὲ κέω, τὸ κεῖμαι, ὃ γίνεται κατὰ συναλοιφὴν κῶ, γίνεται ὄνομα μονοσύλλαβον ΚΟΣ, καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α, πλεονασμῷ τοῦ γ, γίνεται ἄγκος, τὸ πάνυ κοῖλον καὶ βαθύ); Etym. Symeonis, vol. 1 p. 40 (ἄγκη (Σ 321 ...)· τὰ τῶν ὀρῶν κοιλώματα [...] ἢ παρὰ τὸ κέω κῶ, τὸ δηλοῦν τὸ κεῖσθαι, γέγονεν ἄγκος, ἐν ᾧ ἐστι συνάγεσθαί τε καὶ κεῖσθαι Z30. Et. gen. p. 40, 1.)

Modern etymology

Belongs with ἀγκύλος "bent", ἀγκάλη "curve of the arm", ἀγκών "elbow", ἄγκιστρον "hook". PIE *h2end- "to bend" (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Eva Ferrer